Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

τα φύλα στη λογοτεχνία : ανατρέποντας τα στερεότυπα

    μέσα ανατροπής: το (παπαδ/ντικό) δίπολο έρως-ήρως:

1. Ο έρως, ίσως η μόνη ευκαιρία να «συναντηθούν» τα δύο φύλα
     α. ρομαντικός/ειδυλλιακός, μετ' εμποδίων μεν, τελεσφόρος δε

Ερωτόκριτος: Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός


    β. ρεαλιστικός- ατελέσφορος(;)

Τ. Λειβαδίτης, «Ο αιώνιος διάλογος»
«Κι ο άντρας είπε: πεινώ. Κι η γυναίκα τούβαλε ψωμί στο τραπέζι.
Κι όταν ο άντρας απόφαγε. Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δε σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη, κι όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους
Κι η γυναίκα ανέβηκε σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε σαν πηγή το μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Και ο άντρας είπε: θάθελα να ‘μαι θεός.
Και η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε. Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια μέρα καινούρια ξημέρωσε».



Τ. Λειβαδίτης, «Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος»
«Η πόρτα άνοιξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι.
Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή. Χιόνιζε.
Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε από το παράθυρο.
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει
Το λίγο φαϊ που ‘χε απομείνει. Όταν πλάγιασαν
ο άντρας της χούφτωσε τα στήθια. Ήθελε να ξεχάσει.
Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει. Μα ήταν νέα ακόμα.
Τέλειωσαν, χωρίς καν να φιληθούν.
Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά
μες στο σκοτάδι κι αποκοιμήθηκε.
Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας
στην άκρη της κάμαρας, απόμερα, έκλαψε.
Έξω, χιόνιζε».
   

Μικρή στάση: «αγοραίος» έρωτας   [και η μάταιη προσπάθεια να ανατραπεί]
          Από την Καντάτα του Τάσου Λειβαδίτη
Ἕνα περίεργο ἐπεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στὶς ἐφημερίδες,
ἕνας ἄντρας πῆγε σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ «σπίτια»,
πῆρε μιὰ γυναῖκα,
μὰ μόλις μπαίνουν στὸ δωμάτιο,
ἀντὶ νὰ γδυθεῖ καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν αἰώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, καὶ τῆς ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει
νὰ κλάψει στὰ πόδια της. Ἐκείνη βάζει τὶς φωνές,
«ἐδῶ ἔρχονται γιὰ ἄλλα πράγματα»,
οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω δώστου χτυπήματα στὴν πόρτα.
Μὲ τὰ πολλὰ ἄνοιξαν καὶ τὸν διώξανε μὲ τὶς κλωτσιὲς
— ἀκοῦς ἐκεῖ διαστροφὴ νὰ θέλει, νὰ κλάψει μπρός σε μιὰ γυναῖκα.
Ἐκεῖνος ἔστριψε τὴ γωνία καὶ χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανεὶς δὲν τὸν ξανάδε πιά.
Καὶ μόνο ἐκείνη ἡ γυναῖκα,
θὰ ᾿ρθεῖ ἡ ἀναπότρεπτη ὥρα μιὰ νύχτα, ποὺ θὰ νοιώσει τὸν τρόμο ξαφνικά,
πῶς στέρησε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀπ᾿ τὴν πιὸ βαθιά,
τὴν πιὸ μεγάλη ἐρωτικὴ πράξη
μὴν ἀφήνοντας ἕναν ἄντρα νὰ κλάψει στὰ πόδια της.

2. Ο ήρως: η άλλη πλευρά των γυναικών, η ηρωική/ «ανδρική»

  Δ. Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Στοχασμός:
«Σκέψου την ισοζυγία των δυνάμεων, μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εκείνοι ας αισθάνονται όλα, και ας νικάνε όλα, με την ουσίαν έξυπνη· τούτες ας νικάνε και αυτές, αλλ' ωσάν γυναίκες

                         ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β’, απόσπασμα 7

Κρυφή χαρά 'στραψε σ' εσέ· κάτι καλό 'χει ο νους σου·
Πες, να το ξεμυστηρευτείς θες τ' αδελφοποιτού σου;
Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ' το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ' όνομά τους μνέω.
Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,         

Για η δύναμη δεν είν' σ' αυτές ίσια με τ' άλλα δώρα.
Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ' αυτές, η νεότερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε να 'μπει η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·
Μεγάλο πράμα η υπομονή! .......................
Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι εκείνη.
Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές·
Απ' όσα δίν' η θάλασσα, απ' όσ' η γη, ο αέρας».
Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη είπε: «Και το αεράκι μάς πολεμάει». - Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,
Κι άφ'σε το χέρι του παιδιού κι εσώπασε λιγάκι,
Και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.
Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ' όνειρό της,

Κι όλες εφώναξαν μαζί κι είπαν πως είδαν ένα.
Κι ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους.
Είπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.

Και μία είπε: «Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,

Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»

Και μία δεύτερη είπε:
 «Εγώ 'δα δάφνες. - Κι εγώ φως·.......................
- Κι εγώ σ' φωτιά μιαν όμορφη π' αστράφταν τα μαλλιά της.»

Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη που 'χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ' άλλα έργα». Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της που 'χε ξεψυχήσει.


Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ' αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα.
- Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ' από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος·
Να μου το πεις να το 'χω γκολφισταυρό στον άδη.
Εχαμογέλασε πικρά κι ολούθενε κοιτάζει·
Κι ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν.»

Δ. Χατζής: Μαργαρίτα Περδικάρη («Το τέλος της μικρής μας πόλης»)
  «  Όταν οι Γερμανοί την τουφέκισαν, στις αρχές του καλοκαιριού του 1944, λίγο πριν από την απελευθέρωση, η Μαργαρίτα δεν είχε πατήσει ακόμη τα είκοσι χρόνια της. Το λιγνό κορμί της βάσταξε μ’ απίστευτη αντοχή όλες τις κακουχίες της φυλακής, το στόμα της έμεινε κλεισμένο σ’ όλα τα μαρτύρια που μαθεύτηκε πως της κάνανε. Και στάθηκε μπροστά στο απόσπασμα χαμογελώντας το πικρό χαμόγελο των Περδικάρηδων. Αυτό το τελευταίο για το χαμόγελο το ’πε ο παπάς που, με την απαραίτητη παρουσία του στις θανατικές εκτελέσεις, επικυρώνει, στο όνομα του Καίσαρος, την απόδοση της ψυχής στον Θεό. Ο ίδιος είπε πως, όταν σήκωσαν τα ντουφέκια, η μικρή Μαργαρίτα κούνησε το χέρι της κι είπε ένα ακατανόητο ‘καληνύχτα’, μάλιστα δεν είπε καληνύχτα, είπε ακριβώς-«καληνύχτα ντε…»
     Ήταν η πρώτη γυναίκα στη δική μας πόλη που πέθανε με τέτοιον τρόπο. Ως τα τότε οι γυναίκες εκεί ξέρανε μόνο να πεθαίνουν αμίλητες στο κρεβάτι ή το στρώμα τους απ’ αρρώστιες κι από γεράματα, πέθαιναν πάνω στη γέννα ή τη λεχωνιά τους, από το μαράζι της φτώχειας, της κακής παντρειάς ή της ξενιτιάς των αντρών και των παιδιών τους- τέτοια πράγματα που ο καθένας τα βρίσκει πολύ φυσικά. Αν πεις και για τις γυναίκες των Περδικάρηδων από το δικό της το σόι, οι γυναίκες των Περδικάρηδων πέθαιναν από γεροντοχτικιό, από κρίσεις νευρικές και καρδιακές-γεροντοκόρες το πλείστον. Τελευταία στο σόι τους η Μαργαρίτα πέθανε κι αυτή ανυμέναια. »


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου