Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

τα φύλα στη λογοτεχνία: ανδρικός λόγος ''κατά γυναικών'' και μισογυνισμός (;)

στα ποιήματα-τραγούδια που ακολουθούν:
α) ο λόγος αρθρώνεται από άντρες και απευθύνεται σε γυναίκες
β) η απεύθυνση γίνεται όχι συνολικά στις γυναίκες, αλλά προς μια ορισμένη κατηγορία:
τις γυναίκες που είτε καλλιεργούν και προβάλλουν περισσότερο ή αποκλειστικά την ''θηλυκή'' τους πλευρά είτε είναι εγκλωβισμένες σε έναν ψυχρό,επιφανειακό ρόλο, με συνέπεια να προκαλούν μοιραία έλξη αλλά συγχρόνως και οίκτο ή αποστροφή
γ)δεν είναι δύσκολο να ανιχνευτεί μισογυνισμός σ' αυτά, είτε αν σταθούμε στις σκληρές εκφράσεις τους είτε αν θεωρήσουμε πως γενικεύουν και ισοπεδώνουν τη γυναικεία φύση..
δ) κι όμως, μια δόση τρυφερότητας και μια προσπάθεια προσέγγισης/κατανόησής τους είναι εμφανείς,τουλάχιστον σε κάποια απ' αυτά..

Ν. Καββαδίας:

''Oι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Xιλή
κι οι μαύρες του Mαρόκου που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.''
                  από το ποίημα ''Καφάρ''

Κ. Τριπολίτης: προσπέκτους

Κ. Καρυωτάκης:

         Αποστροφή
Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.

Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.

Χορός ημιπαρθένων, δυο δυο,
μ’ αλύγιστο το σώμα, θριαμβευτικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.

Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.

Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «δια τα μητέρας».

Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλη,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι!


Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…

Σου `δινα λεφτά για τα ταξίδια
και χρυσάνθεμα απ’ της Κίνας τις αυλές
πέτρες σκαλιστές για δαχτυλίδια
και φορέματα από πόλεις μαγικές..

Κάτι να γυαλίζει
θέλεις πάντα κι ας θυμίζει
ό, τι πιο θαμπό μαζί και σκοτεινό..
Σαν του φτωχού Σαρλό την μπαλαρίνα
που χορεύει μες στης νύχτας το ρυθμό
μα η καρδιά σου σαν κλεισμένη σε βιτρίνα
δεν αγγίζει της δικής μου τον παλμό.
                           Β. Καζούλης

                        Τάσος Λειβαδίτης:

Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα 'ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
                                      από την "Καντάτα"

                                 
Εκείνο το βράδυ γύρισα ανήσυχος, «Τερέζα» φώναξα, τίποτα, έψαξα τα δωμάτια, κατέβηκα στο υπόγειο «που είναι η Τερέζα;» ρώτησα, «πέθανε, είπε κάποιος – την κηδέψαμε χθες», «ηλίθιοι, φώναξα, σας ξεγέλασε, δεν ξέρετε τι μεγάλη πουτάνα ήταν » κανείς δε μίλησε «μα πως μπορεί ένας άγγελος να πεθάνει » είπα κλαίγοντας.
Άνοιξα το παράθυρο και πράγματι εκεί στο βάθος τ’ ουρανού έλαμπε η Τερέζα σαν άστρο.
                                            από τα "Χειρόγραφα του Φθινοπώρου''

…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.
Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.
Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.
Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…
                         από την Καντάτα

Π. Σιδηρόπουλος, Στην Κ.

Τζούλια, το κορίτσι στη ζούγκλα:

Μέσα στη ζούγκλα ανάβεις μόνη τη φωτιά σου .
Μες στην ανία πειθαρχείς σαν κουρδισμένη.
Κανείς δεν ξέρει ακριβώς το πρόγραμμά σου
κι εσύ κανέναν να μπορεί να περιμένει.
Τα αγοράκια που κρεμιούνται στα κλαδιά σου
και τα κοιτάζεις το πρωί με υπομονή,
πες μου, τα νιώθεις σαν εχθρούς ή σαν παιδιά σου;
Κάποιες στιγμές είσαι για όλα ικανή.

Μονάχα εκτόνωση του εφήμερου πάθους
στην υπερένταση του σίγουρου λάθους,
ψάχνεις επίμονα μια πόρτα στον τοίχο,
φωνάζεις μέσα σου «Ξανά θα αποτύχω».
Και η περιφρόνηση σαν λάβα σκεπάζει
χιλιάδες άγνωστους μια πόλη που αδειάζει,
δίνεσαι σ’ όλους με την ίδια κακία.
Πότε κατάθλιψη και πότε μανία.
Τώρα στου κόσμου θα διακρίνεις τις ρυτίδες
πόσο μακριά μπορεί να πάει η μοναξιά σου.
Δεν περισσεύουν στο πέλαγος σανίδες,
δεν προλαβαίνεις να στεγνώσεις τα μαλλιά σου.
Κρατάς για σένα μία πλάτη γυρισμένη
η εξουσία είναι αγάπη ατροφική
Το «πάνω χέρι, κάτω χέρι» δε σου βγαίνει
μα όλοι έχουνε την ίδια τακτική.

Μετράς μονάχη τα θηρία που φεύγουν,
όσους ξανοίχτηκες και τώρα αποφεύγουν,
είναι ένας τρόπος σου κι αυτός να ξεκόβεις
μέσα απ’ τη ζούγκλα σου δρόμο να κόβεις.
Και η περιφρόνηση σαν λάβα σκεπάζει
χιλιάδες άγνωστους, μια πόλη που αδειάζει
και δεν τους έχεις πια ανάγκη καμία,
πέθανες μέσα σου με ψυχραιμία .

Αύριο έχει μια έκλειψη λένε,
ένα σκοτάδι για μάτια που καίνε.
Αύριο γίνεσαι και συ τριάντα .
Μακάρι η έκλειψη να 'ναι για πάντα.
Και η περιφρόνηση σαν λάβα σκεπάζει
χιλιάδες άγνωστους, μια πόλη που αδειάζει.
Μέσα στην έκλειψη η ζούγκλα παγώνει,
Μόνη σου φώτισες και κάηκες μόνη.
                              Ισαάκ Σούσης

→ ο στιχουργός Ισαάκ Σούσης μιλάει για το τραγούδι :  ΕΔΩ


ΥΓ 1
περί μισογυνισμού, δες ΕΔΩ ,   ΕΔΩ  και   ΕΔΩ

ΥΓ2
κι ένας γυναικείος λόγος πάνω στο ίδιο θέμα:

Στη Σμύρνη, Μέλπω. 
Ηρώ, στη Σαλονίκη.
Στο Βόλο, Κατινίτσα, έναν καιρό.
Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα.

Ο τόπος μου, ποιος ήταν; 
Ποιοι οι δικοί μου;
Αν ξέρω, ανάθεμά με.
Σπίτι, πατρίδα έχω τα μπορντέλα.

Ως κι οι πικροί μου χρόνοι, οι παιδικοί μου,
θολές, σβησμένες ζωγραφιές.
Κι είν’ αδειανό σεντούκι η θύμησή μου.
Το σήμερα χειρότερο απ’ το χτες.
Και τ’ αύριο απ’ το σήμερα θε να `ναι.

Φιλιά από στόματ’ άγνωστα, βρισιές
κι οι χωροφύλακες να με τραβολογάνε.
Γλέντια, καυγάδες ως να φέξει.
Αρρώστιες, αμφιθέατρο, Συγγρού
κι ενέσεις εξακόσια έξι.
Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι.
Όλη η ζωή μου του χαμού.
Μ’ από την κόλασή μου, σού φωνάζω:
Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σού μοιάζω.
Μ’ από την κόλασή μου, σού φωνάζω:
Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σού μοιάζω.
                            Γαλάτεια Καζαντζάκη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου