Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ [σύντροφοι,καλοκαίρι!]



Είχαν αρχίσει οι ζέστες-Ιούνιος μήνας-
άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι
ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια,
μη βρίσκοντας δροσιά. Κι αυτή η ταυτόχρονη
καταδίκη και αθώωση. Φωνάζανε οι γρύλοι.

Οι φρουροί αποκοιμήθηκαν πάνου στα όπλα τους.
Το φεγγάρι στάθηκε να τους κοιτάζει.
Ένα πουλί ξύπνησε.
Το ποτάμι κυλούσε.

Τότε ακριβώς, ο πιο μεγάλος έκανε μια κίνηση
σα ν’ άπλωνε τον ουρανό πάνου στα γόνατά του
κι άρχισε να ράβει τ’ αστέρια στη θέση τους
όπως ράβει ο φυλακισμένος τα κουμπιά στο σακάκι του.
                                                       Γ. Ρίτσος   



     ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά
Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!

Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ' αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα

Σταλμένο απ' τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:

Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια
Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά
Που μελανιάζει στα βαθιά μ' αγριεμένα κύματα
Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών

Όμως και πίσω απ' όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια
Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου

Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος

Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.
                                                Οδ. Ελύτης


        Σύντροφοι, καλοκαίρι!
Δοξασμένα τα ονόματα των θεών! Ας υποδεχτούμε το καλοκαίρι χωρίς ενδοιασμούς! Οποιος ελέγχει την ύδρευση, αυτός ελέγχει την Ιστορία!
Ο Σαχριμάν, ένας ανόητος πρίγκιπας που του άρεσε να ακούει τα λογύδρια των κυμάτων (φίου φιρφίου!) είχε γνωρίσει πολλά δελφίνια στη ζωή του. Εντούτοις, δυσκολευόταν να καταλάβει πως τα ζώα εκείνα, απ' τη μεγάλη τους ευχαρίστηση για το ότι δεν ήταν άνθρωποι, αυτοσχεδίαζαν ώριμους τρόπους θερμής συναναστροφής, εξορκίζοντας κάθε μορφή επιθετικότητας. Και την ιδιαίτερα ενθουσιώδη ευδιαθεσία που εξέπεμπαν οι κινήσεις των δελφινιών την περιέγραφε ο πρίγκιπας με τη φράση:
«Η φύση είναι, απλούστατα, ο κόσμος δίχως τον κοσμάκη».
Κατά τα άλλα, ο Σαχριμάν πίστευε μέχρι τότε πως όταν έρχεται καλοκαίρι (φίου φιρφίου!) δεν συμβαίνουν πάρα πολλά γεγονότα για τον λόγο (είχε υποθέσει) ότι οι ρεπόρτερ βρίσκονται όλοι σε άδεια, οπότε ποιος να τα διαπιστώσει; Ετσι, ξάπλωνε το πρωί στην παραλία κρατώντας ένα ποτήρι φρέσκο χυμό πεπονιού και διαβάζοντας, ενώ ταυτόχρονα κρυφοκοίταζε το ένα κύμα να στρώνει (φίου φιρφίου) το κρεβατάκι του άλλου. Κι όπως συνέβαιναν όλα αυτά (προς τιμήν του ενδεχομένως), είδε ο πρίγκιπας Σαχριμάν να πλησιάζουν δύο δελφίνια, όχι από εκείνα που είχαν κάποτε ακούσει το βουητό της αιωνιότητας στα παράλια της Λιβύης αλλ' από τ' άλλα, για τα οποία (φίου φιρφίου!) πολλοί παρίσταναν τους γνώστες αλλά κανένας δεν γνώριζε όντως. Και μεθυσμένος λιγάκι από το θέαμα, έσκυψε και τα άγγιξε. Και αμέσως μόλις το έκανε αυτό, τα ευέλικτα ζώα μεταμορφώθηκαν σε νηρηίδες.
Και καθώς αποδείχτηκε, η πρώτη λέγονταν Σκιραμίνθη, ενώ η άλλη Νισέρινα. Και ήταν πράγματι τόσο όμορφες ώστε ο αφρός του νερού από τα παιγνίδια τους (φίου φιρφίου!) θύμιζε νιφάδες καλαμποκιού και αμύγδαλα που μουλιάζουν σε γάλα εβαπορέ. Και αν είν' αλήθεια πως μια κλωστή από φως έφεγγε γύρω στο λαιμό της καθεμίας, είναι εξίσου αλήθεια ότι το σώμα τους σιγόκαιγε στο νερό (φίου φιρφίου!) όπως το ξύλο που οι Ινδοί ονομάζουν σαντάλ και που βράζει με τη ζέστη. Τότε, εκεί στον διάφανο ορμίσκο, όπου η θάλασσα κοιμόταν σ' ένα κρεβάτι από κοράλλια, η πρώτη (η Σκιραμίνθη) άρχισε να χτενίζεται σαν ο κόσμος να 'χε φτιαχτεί πριν από ένα λεπτό ενώ η δεύτερη (η Νισέρινα) κοίταζε ανάμεσα απ' τα πόδια της λες και περιεργαζόταν μια εξαίσια καρτ-ποστάλ που απεικόνιζε το παλαιό εκείνο ζαχαροπλαστείο με τη γνωστή μας επιγραφή:
ΑΝΟΙΧΤΑ ΟΛΟ ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ
Διότι ενίοτε τα πόδια αλληθωρίζουν ακριβώς όπως και τα μάτια. Κι έξω απ' το ζαχαροπλαστείο μόνον η ζέστη κυκλοφορούσε και πυράκτωνε τις πέτρες (πολύτιμες κι όχι μόνον) και ο πρίγκιπας, φυσικά, δεν αποφάσιζε σε ποια κοπέλα από τις δυο να πρωτομιλήσει. Και περνούσε η ώρα και βράδιασε και ξημέρωσε και ήταν πάλι απόγευμα και ξαναήρθε η σκοτεινιά και το νερό αναστέναζε (φίου φιρφίου!) και το φεγγάρι είχε, αλίμονο, σηκωθεί σαν το τέτοιο του Σαχριμάν. Αλλά αυτός στεκόταν αναποφάσιστος μη ξέροντας τι να πράξει και σε ποιαν απ' τις δύο να απευθυνθεί κι είπε να ανάψουν λυχνάρια και διάβαζε, στις γαλάζιες ανταύγειες της φλόγας, από τα δεξιά προς τα αριστερά. Και μόλις αντήχησε η κραυγή μιας κουκουβάγιας, είδε να έρχεται ο ευθυτενής του φίλος, ονόματι Σαμίρ και γιος πρωθυπουργού. Ή μάλλον πρώτα γιος πρωθυπουργού και, κατόπιν, φίλος.
Ο Σαμίρ ήταν γρήγορος και χαιρέτησε τον πρίγκιπα με οκτώ υποκλίσεις, όσοι και οι παλμοί του φωτός που εκπέμπει η θηλυκή πυγολαμπίδα ενόψει ζευγαρώματος, ανά δευτερόλεπτο. Διότι στη χώρα εκείνη τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Κι αφού χαιρέτησε, απευθύνθηκε στη νηρηίδα υπ' αριθμόν ένα με τη φωνή του κάπως βραχνή, ως εξής: «Απίθανο βράδυ έεε; Τι λέτε;» Κι η νηρηίδα του απάντησε βαριεστημένη: «Αχμμ και εεεχμμ... δεν θα το έλεγα!» Κι αυτός τη ρώτησε: «Διασκεδάζετε με το σώμα σας, φίου φιρφίου;» Κι αυτή του ομολόγησε: «Ε, όσο να 'ναι, με βοηθάει να περνάω την ώρα μου». Οπότε εκείνος της πρότεινε: «Δεσποινίς, δεν επιθυμώ να σας ενοχλήσω αλλά ΜΗΠΩΣ μου επιτρέπετε να ανεβώ για δύο τρία λεπτά;»

Και τη διπλάρωσε ενώ, κάτω από τα φύκια του φουρό της (φίου φιρφίου!), τα δάχτυλά του (φίου) δούλευαν σαν σε (φιρφίου!) δασοπυρόσβεση. Κι όταν τέλειωσε τη δουλειά ο Σαμίρ εμπρός στα μάτια του πρίγκιπα που παρίστανε ότι μελετούσε τις παραγράφους, έστρεψε το κεφάλι στη νηρηίδα υπ' αριθμόν δύο και ανακοίνωσε:
«Τώρα θα λιώσουμε το χρυσάφι στα νεφρά σου, μωράκι μου αδειανό και μελιστάλακτο...»
Κι αυτή, τινάζοντας τα μαλλιά και τους ώμους, είπε:
«Αουτσσς! ΑΟΥΤΣΣΣ! Πάτησα κοχύλι!!!»
Και τότε εκείνος της τραγούδησε ένα τραγούδι σιγανό και ύπουλο, ως ακολούθως:
Οσα γράφουν τα βιβλία του Αγίν Χαμαντανί
Απ' τα μάτια σου τ' ακούω με το Σίγμα και το Νι
Κι απ' τα φρύδια, τα μαλλιά σου, τον λαιμό, τα δυο σου χείλη
Που μιλούν την Εσπεράντο και τη γλώσσα Σουαχίλι.
Κι ένας μικρός μιγάδας από την Μαλαισία, γύρω στα 12, που τον είχαν να κρατάει τσίλιες, συνόδευε τη μελωδία μ' έναν αυλό του Πάνα. Και δύο νεαροί υπασπιστές, που συμμετείχαν στην παντομίμα, υποδύονταν τα δελφίνια, έχοντας υπ' όψιν τους ότι το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κατά 73% από νερό, σύμφωνα με την αναλογία ξηράς/θάλασσας στην επιφάνεια του πλανήτη. Και τρεις γέροι υπηρέτες σκόρπιζαν πίδακες από χαρτοπόλεμο στο χρώμα των αστεριών, έχοντας υπ' όψιν τους ότι, ορισμένες νύχτες του καλοκαιριού μπορείς να δεις, στον ουρανό, μέχρι και 6.000 αστέρια. Και πολλές γριές σκλάβες σείονταν πέρα-δώθε μουρμουρίζοντας και μιμούμενες τον ήχο του φλοίσβου, έχοντας υπ' όψιν τους ότι ο άνθρωπος πρέπει να αγαπά και να συμβουλεύεται τα πνεύματα των απογόνων του, όχι των προγόνων του.
Οπότε, ενέδωσε η Νισέρινα, ο δε Σαμίρ τής το έκανε γλυκά (φι-φι-φι-φίου), περίπου όπως μπαίνει το ποδαράκι του παιδιού σε μια κάλτσα, πράγμα που είχε σαν συνέπεια την απέραντη απογοήτευση του πρίγκιπα Σαχριμάν, που έβαλε το βιβλίο του στη μασχάλη και αποχώρησε διακριτικά. Και στο παλάτι, στο δροσερό του δωμάτιο που τα ανοιχτά του παράθυρα και οι φεγγίτες έβλεπαν το γαλάζιο, και ενώ έξω απ' τα τείχη ο άνεμος φτερνιζόταν, κάθισε και έκλαψε και αναλογιζόταν τη μοίρα του και προσπαθούσε να ξεφυλλίσει (φιρφιρφίου...) το βιβλίο για να περάσει η ώρα αλλά βεβαίως ήταν αδύνατο διότι οι λέξεις χόρευαν τώρα καβαλικεύοντας καθεμιά την επόμενη και οι τελείες πανικοβλήθηκαν ξαφνικά και ο αέρας δυνάμωσε χτυπώντας με τις ριπές του τις πιο απαίσιες σκέψεις. Ετσι διδάχτηκε ο ανόητος πρίγκιπας Σαχριμάν ότι οφείλει, στις διακοπές, να 'χει μαζί του βιβλία όχι από αυτά που τυπώθηκαν αλλ' από κείνα που δεν έχουν γραφτεί ακόμη.
Το πνεύμα των καιρών είναι το Α και το Ω. Τα δε Ζ και Ξ είναι οι βλεφαρίδες του, που τις κατεβάζει ώστε εμείς να ονειρευόμαστε. Αμήν!
                      ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ
                   [ΠΑΡΑΔΟΞΑ Ελευθεροτυπίας] 

Περικλής Πανταζής, Αγυιόπαις των Αθηνών τρώγων υδροπέπονα


     φέτο το καλοκαιράκι...τι..;

    ιούλιος...


                  ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ
        Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.
      Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
      Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
      Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
      Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
      Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
      "Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".
                                                                   Ανδρέας Εμπειρίκος
                                 κ. τσόκλη: εκρηγνυόμενα καρπούζια


     αύγουστος...


7ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ :


    4seasons: kalokairi...



     Ρέθυμνο, καλοκαίρι του 1992...

     Summer time in Prague...

      
     Summer time παντού...

ΥΓ
                Η αγάπη μου για τα τζιτζίκια

Το παρελθόν είναι για μένα δύο χάρτες, ο ένας πάνω στον άλλο. Στον έναν καταγράφονται όλοι οι χειμώνες από την ημέρα που γεννήθηκα μέχρι σήμερα και στον άλλο, ανάποδα, όλα τα καλοκαίρια από το φετινό μέχρι εκείνο του έτους ένα της ζωής μου. Οι χάρτες αυτοί δεν είναι επιτελικοί, δεν έχουν κέντρο· ορίζονται από μια αφηρημένη κυκλοφορία καταστάσεων που πηγάζουν από την ίδια τους την εμπειρική επιμονή να επανέρχονται ζητώντας λησμονιά και νοσταλγία αντίστοιχα. Ο πρώτος χάρτης είναι γκρίζος και δυσανάγνωστος· ο δεύτερος λάμπει μ' ένα οξύ γαλάζιο φως, τόσο σκληρό ώστε οι ενδείξεις και τα ονόματα, οι δρόμοι και τα υψόμετρα, εξαφανίζονται. Το φως λοιπόν είναι Πραγματικό, πέρα από κάθε γλωσσική σημασία: το φως, κατά κάποιον τρόπο, είναι αυτό που πρέπει να λείπει ώστε να έχει ο χάρτης νόημα.
Το φως διαθέτει δική του γεύση, που θα μπορούσαμε να την συγκρίνουμε μ' εκείνη του αλατιού στην αλισάχνη των βράχων, και όσο για το απιτικό του ισοδύναμο, ας πούμε ότι συγγενεύει με την αίσθηση του καραβόπανου όταν το αγγίζουν οι ρώγες των δαχτύλων. Ισως αυτή η κάπως απόκρυφη αναλογία να ποικίλει από άνθρωπο σε άνθρωπο, όμως κανείς δεν θα αμφέβαλλε ότι τουλάχιστον ο ήχος του, ο ήχος αυτού του καλοκαιρινού φωτός για το οποίο μιλάω, είναι το τερέτισμα του τζίτζικα, το ίδιο μ' εκείνο που αντηχεί στο όνομά του. Ηχος ενός παράδοξου και περίπλοκου μουσικού οργάνου στη βάση της κοιλιάς, με την ίδια την κοιλιά σε θέση ηχείου. Ποιητική αδεία, το χαρακτηρίζουν σαν τραγούδι, επειδή το τζιτζίκι είναι το αγαπημένο σύμβολο των ποιητών της Μεσογείου, όμως θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί μοιρολόι, ομηρική εξιστόρηση, απλό βόμβο, ή και ρύπανση της μεσημεριανής ησυχίας. Κοιμάσαι; Ξύπνα και ξανακοιμήσου.
Η ετυμηγορία κυμαίνεται ανάλογα με τον άνθρωπο και υπάρχουν επαμφοτερίζουσες καταστάσεις, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα παιδιά που η ψυχή τους βασανίζεται από την κυκλοθυμική δικαιοδοσία του ηθικού νόμου. Αν και τα λάτρευα τα τζιτζίκια, αφού ήταν σύμβολο καλοκαιριού, δηλαδή ελευθερίας, τα βασάνιζα κι εγώ, μαζί με τους άλλους της παρέας, όχι βέβαια με σαδισμό, απλώς τα πιάναμε απαλά στη χούφτα, σκαρφαλώνοντας στα δέντρα και επιχειρώντας έναν αιφνιδιασμό από τα μετόπισθεν του κάθε ανύποπτου βάρδου, στη δε συνέχεια τα μετρούσαμε σαν σε διαγωνισμό, ή απειλούσαμε τα κορίτσια ότι θα τα ρίχναμε στα μαλλιά τους. Εκείνες στρίγκλιζαν υστερικά κι εμείς επαληθεύαμε έτσι τον βαθμό πίεσης του ελατηρίου πάνω στο οποίο η διαφορά των φύλων θα οικοδομούσε μια μέρα την ετοιμόρροπη ιδέα του γάμου, λες και το ουρλιαχτό ξεπηδούσε από το σημείο G.
Μετά αφήναμε τα υπέροχα ζωντανά λάφυρα να πετάξουν επιστρέφοντας στα δέντρα τους, όπως κάνουν οι Αμερικάνοι με τις πέστροφες. Μόνον που αυτοί το κάνουν από σεβασμό στον κανόνα της πολιτικής ορθότητας, ενώ εμείς θέλαμε μάλλον να δούμε το χέρι μας να σηκώνεται στον αέρα σαν το STOP ενός μεθυσμένου τροχονόμου, το οποίο μετατρέπεται σε αγέρωχο χαιρετισμό προς τον παραβάτη.
Είναι μια αλήθεια που την ξέρουν όλες οι μανάδες, ότι προκειμένου να κοιμηθεί ο άνθρωπος πρέπει κάποιος να ξαγρυπνάει για χάρη του, τέτοια ήταν ανέκαθεν η λειτουργία όλων των νανουρισμάτων. Το τζιτζίκι είν' αυτό που ξαγρυπνάει ώστε να κοιμάται, τα μεσημέρια του καλοκαιριού, αυτός που ονειρεύεται τη μάνα του τη φύση. Τώρα πια, μαζί με τη συνήθεια της σιέστας, για την οποία ο μεσογειακός άνθρωπος, χτυπημένος από την παράνοια του μοντέρνου μεγαλείου, έχει αρχίσει να ντρέπεται, εξαφανίζεται και το είδος Cicada plebeja, Τέττιξ ο πληβείος. Στο σπίτι μου, γύρω απ' το οποίο στέκονται αμήχανα ένα σωρό δέντρα, το πρώτο τζιτζίκι αντήχησε στις 13 Ιουλίου. Μέχρι τότε κοιμόμουν λυπημένος, μ' άλλα λόγια η λύπη ξαγρυπνούσε ώστε να μπορέσω να παραδοθώ στον ύπνο. Εξ ου και αυτού του είδους η λύπη, με την οποία σας ταλαιπωρώ σήμερα, είναι κουρασμένη αλλά και τρυφερή, όπως μια μάνα που θηλάζει.
Το αγαπάω το τζιτζίκι ακόμη περισσότερο, τώρα πια, επειδή ο χάρτης του καλοκαιριού έχει αρχίσει να γίνεται σκοτεινός και δύσβατος, κι αυτό το πλάσμα τον φωτίζει με μια φλόγα μυστικής αντίστασης κατά της αισχρής και απάνθρωπης βιασύνης που υποτίθεται ότι πρέπει να μας συνοδεύει σαν κάτι ιδανικό. Στην αισώπεια διάστασή του, είναι το σύμβολο της ανέμελης ευτυχίας, αυτής της ήσυχης αγάπης για το Είναι, σε αντιδιαστολή προς το άγχος του Γίγνεσθαι, η οποία χαρακτηρίζει την Ανατολή. Τρομερή κοινοτοπία, το τζιτζίκι δεν δίνει τίποτα για εκμετάλλευση, κι έτσι τραβάει επάνω του τη μνησίκακη περιφρόνηση του νεόπλουτου κατεστημένου. Παραμένοντας το έμβλημα του παρόντος, η ενσάρκωση της αθρόας τωρινής στιγμής, δηλαδή αυτού που μας άρπαξαν, ενοχλεί την αυταρέσκεια των αρπακτικών -κι εμείς, με συγχωρείτε για τη έκφραση, τους έχουμε γραμμένους εκεί που ξέρουν.
Να κι ο Ανιέλι, ο έξυπνος ιταλός κροίσος που δωροδόκησε κάτι παιδάκια του χωριού, στους Παξούς, το 1977, για να μαζέψουν όλα τα τζιτζίκια γύρω απ' τη μεγαλοπρεπή του έπαυλη, επειδή ο θόρυβος λέει ενοχλούσε τους υψηλούς προσκεκλημένους που το πέρασαν για ροχαλητό του Θεού. Εκεί, στη Λάκκα, ακόμη το θυμούνται. Λέω έξυπνος διότι δεν τους έδωσε τη δουλειά κατ' αποκοπήν, αλλά υποσχέθηκε μία δραχμή για κάθε έντομο, γεγονός που ενθάρρυνε την κινητικότητα ώσπου τα παιδιά γέμισαν πέντ' έξι τεράστιες σακούλες με τζιτζίκια και του τα πήγαν. Οι υπηρέτες τα πέταξαν στα σκουπίδια. Θυμίζω το όνομα: Τζίτζικας ο πληβείος.
«Σακούλες», «σκουπίδια», «Ανιέλι», υποχρεώνομαι να μεταχειριστώ κακόηχες λέξεις σήμερα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς· η περίφραση έχει τα όριά της.
                                                 του Ευγένιου Αρανίτση, «Παράδοξα» Ελευθεροτυπίας