Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

ανάσταση-πρωτομαγιά [ξανά και ξανά]


1.ανάσταση


Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε...
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.
                                   Ν. Καρούζος


Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
Σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
Τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη∙
Και από ’κει κινημένο αργοφυσούσε
Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
Που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.
                                           Δ. Σολωμός



Στ᾿ σιου Λουκ τ μοναστήρι, π᾿ σες
γυνακες το Στειριο συμμαζευτκαν
τν πιτάφιο ν στολίσουν, κι σες
μοιρολογτρες σμε το Μεγάλου
Σαββάτου τ ξημέρωμα γρυπνσαν,
ποι ν στοχάστη - τσι γλυκ θρηνοσαν! -
πώς, κάτου π᾿ τος νθούς, τ᾿ λόαχνο σμάλτο
το πεθαμένου το δωνη ταν σάρκα
πο πόνεσε βαθιά;
Γιατ κι  πόνος
στ ρόδα μέσα, κι  πιτάφιος Θρνος,
κ᾿ ο ναπνος τς νοιξης πο μπαίναν
π᾿ το ναο τ θύρα, ναφτερώναν
τ νο τους στς νάστασης τ θάμα,
κα το Χριστο ο πληγς σν νεμνες
τος φάνταζαν στ χέρια κα στ πόδια,
τ πολλ τν σκεπάζανε λουλούδια
πο τσι τρανά, τσι βαθι εωδοσαν!
                                       Α. Σικελιανός

  (Θεσσαλονίκη. Μάης το 1936. Μι μάνα, καταμεσς το δρόμου,μοιρολογάει τ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της κα πάνω της, βουΐζουν κα σπάζουν τ κύματα τν διαδηλωτν - τν περγν καπνεργατν. κείνη συνεχίζει τ θρνο της):

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
   […]
Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλάι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν και σένα ωραίοι.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Γιε μου στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.
                               από τον Επιτάφιο του Γ. Ρίτσου                                


Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ' ουρανού
κρέμεται σήμερα στο ξύλο
ίλεως, Κύριε, γενού.
Και στ' ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε, παιδί μου.

Με τ' Απριλιού τ' αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή
κι όλα τ' αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη.

Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νου
Αυτός που κάρφωσε τ' αστέρια
στην άγια σκέπη τ' ουρανού
κι εγώ κι εσύ, και εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.
                                 Ν. Γκάτσος



             (από το Άξιον Εστί)
ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ’ ακολουθούν κορίτσια κυανά
κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ΄ αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού,
άγιος, άγιος, φωνάζοντας.
Ο νικήσαντας τον  Άδη και τον Έρωτα σώσαντας,
αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων.
             Λακωνικόν
O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.

Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,

Xειμώνα ελάχιστε,

H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.

                                        Οδ. Ελύτης


"Ανάσταση: τα καλοπιάσματα του έαρος.
Ερωτευθείτε." 
                                      Ν. Καρούζος 






     Μεγάλη Πέμπτη
Γοερά το βλέπω ετοιμάζεσαι
για την Ανάστασή σου.

Την πιστεύω αλλά με θλίβει
όπως μάς θλίβουν γοερά
και κάτι άλλα θαύματα που
επαληθεύτηκαν αλλόκοτα:
με το μη μένοντας κοντά μας
όπως μη μένοντας από μεθαύριο Εσύ.

Να αναστηθείς βεβαίως
ποιος νεκρός δεν το θέλει
ποιος υποψήφιος.
Αλλά να έμενες κάτω, εδώ
να μένεις ο πλησίον μας.

Όσα μάς έταξες το είδες
δε γίνονται εκεί πάνω
εν μέσω πολυάσχολων ιλίγγων
και στροβιλισμών της Αναλήψεώς σου.

Θέλουνε γη αυτά τα πράγματα
πετρώδη ακανθόσπαρτη
γι' αυτό και την διεξήλθες τόσον αιματηρά
ίνα άρεις -Συ είπας-
όσα χάσαμε επ' αυτής.

Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις
μία βδομάδα εδώ και μια στο πατρικό σου;
Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς
να επιβληθείς στη διανομή σου.
Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά
από εδώ εκεί από κει εδώ
η ζωή και ο θάνατος.

Όχι όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες
συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε
σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μάς υπέβαλαν.

Μεγάλωσα όχι θέλω ξεκάθαρους πια
ορατούς λογαριασμούς

ή σε αγγίζω Ιησού
ή Ανασταίνεσαι δια παντός από κοντά μου.
                                              Κ. Δημουλά

       Έξοδος

H τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα, μόλις μ' είχαν ξεκρεμάσει απ' το ηλιοβασίλεμα, με τύλιξαν μ'ένα σεντόνι, μα οι πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν' αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να μείνω αγνός από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ' τα παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας τα φύλλα από παλιά ημερολόγια,
    το ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ' τις μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον πρώτο περαστικό, «γιατί το 'κανες;» με ρωτούσε ο Θεός, «είναι ο καιρός της βασιλείας μου, Kύριε, πώς ν' αρνηθώ;» και τότε ο Θεός μού 'βαλε στο χέρι αυτό το κλειδί, έτσι μπορώ τώρα ν' ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ' τον τοίχο, αθέατος μέσα σε όποια θεία εικόνα.
    Ήμουν τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με γάβγισαν στο δρόμο ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.

                           Τάσος Λειβαδίτης



   Η άλλη λύση
Κανείς δεν σκέφτηκε την έπαρση
που κρύβει ένα μαρτύριο
και τι σκληρή απαιτεί
ταπείνωση κι αυτοθυσία
από αδύναμους ανθρώπους σαν κι εμάς.
Όλοι κατανοούμε βέβαια το άδικο
της χλεύης και του διασυρμού
της προδοσίας.
Όμως αντί για σταύρωση θεαματική
κι ιδίως αντί γι’ ανάσταση
εν αμφιβολία
γιατί να μη διαλέξεις ένα τέλος
όπως έζησες, μοναχικό
γενναίο κι ευσύνοπτο
και υψηλό και δωρικό
κι αδιαμφισβήτητο;
Μια τέτοια αυτόχειρ λύση
θα’ ταν για λίγους από μας μια προτροπή
κι ευεργεσία για τους υπολοίπους
καθώς θα τους στερούσε πάσα ελπίδα
μα και τον τρόμο κρίσης
για μια μέλλουσα ζωή.

                           Γ. Βαρβέρης

Με τι βιασύνη προχωρά ο Ιησούς φέτος
προς την Ανάσταση…
παραμερίζει πανέρια τεράστια γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τους αέναους παπάδες
τινάζει νευρικά προς τα πίσω τη μαλλούρα του
το γεγονός ολοφάνερο: βαρέθηκε.
                                        Ν Καρούζος


2.πρωτομαγιά



Μάη, Μάη, χρυσομάη,
τί μας άργησες - Μάημ- και δε φάνηκες;

     μαγιάτικο...
            
άνοιξε το παράθυρο να μπει
δροσιά να μπει του Μάη..
    Μάη μου,Μάη μου, γι' αυτή την πόλη που κλαίει....
     Μάη μου με τα λούλουδα..


Παράξενη πρωτομαγιά
       μ' αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ήρθ' ο καιρός του "έχε γεια"
      τι να την κάνεις πια την περηφάνια… 
                                       Ν. Γκάτσος

               Πρωτομαγιά
               με το σουγιά
              χαράξαν το φεγγίτη... [Γκάτσος]




  Οι εχθροί της άνοιξης
ρχεται φέτος κουρασμένη
 νοιξη
(νά) κουβαλάει τόσα χρόνια
τ λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινο νθρωποι
στς γωνις τν παραμονεύουν
γι ν τν τσακίσουν.

Ατ μως
μ κρότο
νάβει να-να
τ λουλούδια της
στ μάτια τος τ ρίχνει
(γιά) ν τος στραβώσει.

               Μ. Σαχτούρης




το νου σας:από μας η άνοιξη εξαρτάται
                      (από τη Μαρία Νεφέλη του Ελύτη)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου