Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

εθνικός ύμνος-χώρα προέλευσης

ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ  [σινεμά-λογοτεχνία-σχολείο]

ποια σχέση μπορεί να έχει ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Δ. Σολωμού με μια σύγχρονη/σκληρή ελληνική ταινία, όπως η Χώρα Προέλευσης του Σ. Τζουμέρκα;


[απόσπασμα από κείμενο που δημοσιεύθηκε στην athens voice, τεύχος 320, 20/10/2010]

            ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ
              Γιάννης Νένες

● ● ● Η τετράχρονη ανιψιά μου φέτος έμαθε στον παιδικό σταθμό τον Εθνικό Ύμνο. «Φείε Γιάννη», ήθελε επίμονα να μου τον πει, ξάπλωσε στον καναπέ ανάποδα, με το ένα πόδι ακουμπισμένο ψηλά στο κεφαλάρι, «θα σου πω τον εθνικό ύπνο». Και τραγούδησε με φωνή καμπάνα: «Απ’ τα κόκαλα βλαμμένη, των ερήνων τα ερά».
Είδα τα πιτσιρίκια, τμήμα «τα Σαλιγκαράκια», σκορπισμένα σαν λέγκο σε πάγκους και πλαστικά καρεκλάκια να κοιτάνε στο υπερπέραν, τραγουδώντας άγνωστες λέξεις. Ανάμεσά τους, αποκεφαλισμένες Μπάρμπι, σακουλάκια με σκουπιδοσνάκς νηπιαγωγείου, ζωγραφιές με κραγιόνια. Η μαμά και ο μπαμπάς. Αυτοκίνητα. Όπλα. Πολυκατοικίες.

● ● ● Το ίδιο βράδυ, έτυχε να ξανακούσω τον Εθνικό Ύμνο σε διδασκαλία της Αμαλίας Μουτούση. Σε μία σκηνή καθηλωτική, που θα μείνει σαν μία από τις πιο κλασικές στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και διατρέχει όλη την ταινία «Χώρα Προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα.

● ● ● Η Αμαλία Μουτούση, μία δασκάλα με δωρικό προφίλ και ρούχο, με φόντο το βαθύ πράσινο του σχολικού πίνακα, διδάσκει στα παιδιά τις πρώτες στροφές του Εθνικού Ύμνου. Οι πληροφορίες της παραγωγής λένε ότι η σκηνή ήταν σχεδόν αυτοσχεδιαστική, τα πιτσιρίκια δεν γνώριζαν τι πρόκειται να τους πει «η κυρία». Και η ίδια, δεν γνώριζε πώς θα αντιδράσουν. Στο γύρισμα μπήκε στη φασαρία τους, τα καταλάγιασε. Απήγγειλε στίχους που τους έσπαγε, τους ερμήνευε, αναζήτησε λέξεις. Έκανε ερωτήσεις γεμάτες αγωνία – «Τι είναι η ελευθερία; Είναι μπροστά μας. Τη βλέπουμε. Μας κοιτάζει». Σε κάθε επόμενη εικόνα, η σκηνή γινόταν όλο και πιο σκληρή, αδιέξοδη. Η δασκάλα μπροστά μου μας κοίταζε και παρασυρόταν και η ίδια από το ποίημα. Όσο προχωρούσε η ταινία οι έννοιες αγρίευαν, η Ελευθερία γινόταν αγώνας για να αναπνεύσεις σε μια πατρίδα και μια οικογένεια που σου ξεσκίζουν τα σωθικά.
● ● ● Τα μικρά μένουν αποσβολωμένα. Οι σιωπές είναι εύθραυστες, η δασκάλα μοιάζει να καταρρέει, η κάμερα είναι νευρική, στριφογυρίζει, σκοντάφτει στην κραυγή που δεν βγαίνει, προσπαθεί να μυρίσει την αγωνία και τον πόνο στο σβέρκο της γυναίκας, στα σηκωμένα της μαλλιά.

● ● ● Η «Χώρα Προέλευσης» είναι, ίσως, παγιδευμένη στη μόνιμη εμμονή του ελληνικού κόσμου –και κινηματογράφου– το Οικογενειακό μας Δράμα, την Κατάρα των Ατρειδών. Και στο τέλος, το Δράμα οδηγείται στην καθαρτήρια κορύφωση από τον ήρωα που ερμηνεύει ο Θάνος Σαμαράς, ο πιο «σημερινός» χαρακτήρας που θυμάμαι, τα τελευταία χρόνια, σε ελληνική ταινία. Το φιλμ είναι μία δύσκολη εμπειρία που σου ανοίγει, όμως, στο τέλος μία βαλβίδα αποσυμπίεσης. Μετά, σκύβεις με αγάπη πάνω από τις πληγές σου. Μιλάς με τους δικούς σου, ψάχνεις να βρεις τη ζωή σου μέσα σε αποκαΐδια διαδηλώσεων, εγκαταλελειμμένων κτιρίων, διαλυμένων οικογενειακών σχέσεων. Η πιο βαθιά ελληνική ταινία που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία και, πόσο σωστά, ανοίγει στις αίθουσες αυτή την εβδομάδα του εθνικού ταρατατζούμ.
  

«Τα παιδιά αναζητούν την ελευθερία»
  Η Αμαλία Μουτούση μιλά για την εμπειρία της σε μια πραγματική τάξη μαθητών στη «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα
    [απόσπασμα από συνέντευξη στον Παναγιώτη Παναγόπουλο, εφ. Καθημερινή,3/10/2010]

Οταν η Αμαλία Μουτούση μιλάει, η φωνή της κρύβει ένα ερωτηματικό, έναν μικρό δισταγμό και μια απορία. Ακριβώς δηλαδή ό, τι δεν έχουν οι ερμηνείες της, που πάντα πατούν σταθερά και έχουν βάθος, σκέψη και συναίσθημα. Μια τέτοια ερμηνεία δίνει στη «Χώρα προέλευσης» (στις αίθουσες από τις 21 Οκτωβρίου), την ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα που έφτασε μέχρι τη Μόστρα της Βενετίας. Η ιστορία μιας ενδοοικογενειακής υιοθεσίας με τραγικές συνέπειες συνδέει την πτώση μιας οικογένειας με την πορεία σε ελεύθερη πτώση της χώρας. Και ο ρόλος της Μουτούση, η Στέλλα, μια δασκάλα που υιοθετεί το παιδί της νύφης της, έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό στην ταινία. Είναι μια δασκάλα που διδάσκει τον Εθνικό Υμνο σε μια τάξη. Τον Υμνο εις την Ελευθερίαν, μια ελευθερία που αναζητούν οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες της ταινίας ή την περιορίζουν στους άλλους. Η Αμαλία Μουτούση υποδύθηκε τη δασκάλα σε μια πραγματική τάξη μαθητών, με απρόβλεπτες αντιδράσεις, παίζοντας διπλό ρόλο: και της ηθοποιού και της δασκάλας που προσπαθεί να επιβληθεί.

– Δουλέψατε με αρκετά ιδιαίτερο τρόπο τη σκηνή αυτή.
– Εκ των πραγμάτων. Δεν γινόταν να κάνουμε πρόβες με είκοσι παιδιά, τα οποία μπορούσαν να είναι εκεί μόνο για τη διάρκεια του γυρίσματος. Αλλά αυτή τη δυσκολία τη χρησιμοποιήσαμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να μας βγει σε καλό. Δεν γνωριζόμασταν με τα παιδιά. Βρέθηκα μαζί με είκοσι παιδιά δέκα λεπτά πριν από το γύρισμα. Ολη μου η έννοια ήταν να μάθω τα ονόματά τους και να τα θυμάμαι, γιατί ήξερα ότι αν τα θυμόμουν θα είχαμε μια άλλη, ζωντανή σχέση στο γύρισμα, θα τα βοηθούσε να απελευθερωθούν. Εγινε κάτι πραγματικά πολύ ωραίο. Ολοι όσοι ήμασταν εκεί, εγώ, τα παιδιά, το συνεργείο, νιώθαμε να αναπνέουμε συγχρόνως.
– Είχατε μόνο το άγχος για τη σκηνή ή και το άγχος ενός δασκάλου που μπαίνει για πρώτη φορά σε μια αίθουσα;
– Ηταν λίγο ανάμεικτη η αίσθηση. Ηξερα ότι αν ήμουν μια πραγματική δασκάλα, αυτό που θα έκανα σε μια καινούργια τάξη, θα ήταν να προσπαθήσω να χρησιμοποιήσω την εξουσία για να επιβληθώ, για να μη μου πάρουν τον αέρα. Αυτό όμως ήταν αναμεμειγμένο και με την ιδιότητά μου σαν ηθοποιός. Γιατί και παίζοντας τη δασκάλα έπρεπε να επιβληθώ. Και τα παιδιά είχαν μια επιπλέον υπερένταση, γνωρίζοντας ότι γυρίζεται μια ταινία. Εβλεπαν μια κάμερα στο χέρι που πλησίαζε πολύ κοντά στα χέρια και τα πρόσωπά τους και τα έφερνε σε τρομερή υπερένταση. Ομως αυτό βοήθησε, γιατί η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε ήταν εντελώς διαφορετική απ’ αυτό που θα περίμενε κανείς σε ένα μάθημα πάνω στον Εθνικό Υμνο, όπου φαντάζεται κανείς ότι τα πράγματα μπορεί να είναι ήσυχα και σοβαρά, ίσως και λίγο πληκτικά. Από εκεί μέσα ξεπηδούσε το ποίημα, έπαιρνε ζωή, με τον τρόπο που τα παιδιά προσλαμβάνανε ή αναρωτιόντουσαν. Οταν έχεις κάτι που σε απασχολεί πραγματικά σε μια σκηνή, κάτι που αποσπά την προσοχή σου, χωρίς να μπαίνεις σε μια περιοχή φαντασίωσης, αλλά έχεις να ασχοληθείς με πολύ πρακτικά πράγματα, να πεις δηλαδή όσα έχεις να πεις και να κάνεις όσα έχεις να κάνεις μέσα σε μια τάξη που έχει τρελαθεί, νομίζω ότι είναι και ένα δώρο για έναν ηθοποιό.
Αφοπλιστική απορία
– Οι απορίες των παιδιών και οι παρατηρήσεις τους επάνω στον Εθνικό Υμνο, πώς σας φάνηκαν;
– Αυτό που ένιωσα και στο γύρισμα, αλλά πιστεύω ότι αποτυπώθηκε και στο γύρισμα είναι ότι έβλεπα μια πραγματική, αφοπλιστική απορία πίσω από κάθε τι που έλεγαν. Ακόμη και τα παιδιά που φαινόταν ότι έχουν μια θέση και ότι λένε κάτι, είτε επειδή το άκουσαν από τους γονείς τους, είτε επειδή νόμιζαν ότι θα μου αρέσει, είτε επειδή τους κατέβηκε στο κεφάλι -γιατί όλα αυτά συμβαίνουν- είχαν μια απορία που δεν ήξερες τι να τους απαντήσεις. Ηταν κάτι που με έκανε κι εμένα να σαστίζω. Κάποιοι χρόνοι, κάποιες παύσεις που μιλάω και μετά σκέφτομαι και μένω σιωπηλή, ήταν αποτέλεσμα των αντιδράσεων των παιδιών.
– Οι αντιδράσεις των παιδιών ήταν φυσικές και απρόβλεπτες, όμως είχατε κάνει μια προετοιμασία με τον Σύλλα Τζουμέρκα.
– Είχαμε κάνει μια προετοιμασία σε ό, τι αφορά το ίδιο το ποίημα, χωρίς όμως να την προχωρήσουμε πολύ, για να αφήσουμε την τάξη να μας πάει στον δρόμο που θα πήγαινε. Αν είχαμε άλλα παιδιά, η σκηνή θα πήγαινε αλλού. Κάναμε αρκετές πρόβες με τον Σύλλα όπου εγώ έκανα τη δασκάλα και εκεί με βοήθησε πολύ στην κίνηση, ιδίως στο πώς η δασκάλα πιάνει όσο πιο πολύ χώρο μπορεί στην τάξη, κινείται με τα χέρια και αφηγείται και περιγράφει και σωματικά τις εικόνες του ποιήματος. Οταν μιλάει για σπαθί, για ελευθερία, συμμετέχει όλος της ο κορμός, τα χέρια, το κεφάλι, τα μάτια. Αυτό δούλεψα με τον Σύλλα που κάθε φορά έκανε έναν διαφορετικό μαθητή. Εναν μαθητή φασαριόζο, έναν ήσυχο και σεβαστικό, έναν τεμπέλη... Με έκανε να έρθω σε επαφή με διαφορετικούς τύπους μαθητή, γιατί θα είχα να το αντιμετωπίσω. Και το αντιμετώπισα.
– Τι περιεχόμενο πιστεύετε ότι έχει σήμερα ο Υμνος προς την Ελευθερία;
– Εχω την αίσθηση ότι κατ’ αρχήν είναι ένα διαχρονικό ποίημα. Είναι ένα ποίημα που μιλάει και για το τώρα μας και για το τότε μας και για το μέλλον μας και για τον άνθρωπο πέραν της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής. Είναι ένα πολύ μεγάλο ποίημα. Και μένα με απασχολεί πολύ αυτό το ερώτημα. Μιλώντας πολύ προσωπικά, μού έρχεται να μιλήσω για πρόσωπα φυλακισμένα, για πρόσωπα εγκλωβισμένα, για πρόσωπα δέσμια. Δεν μπορώ να δω τίποτα πιο παρόν για εμάς τώρα. Το ποίημα δεν το προσεγγίσαμε σαν φιλόλογοι και δεν έχουμε αυτού του είδους τις γνώσεις ώστε να μιλήσουμε από αυτή τη σκοπιά. Η ταινία που έκανε ο Σύλλας μιλάει για την τραγική αντίφαση του ανθρώπου ανάμεσα στην ανάγκη του να είναι ελεύθερος, αλλά και την ίδια στιγμή στο πόσο δέσμιος είναι σε μια ζωή που ο ίδιος έχει χτίσει. Είναι όμως και δέσμιος επιλογών άλλων. Και ένα σημείο που έχει έντονο η ταινία. Πώς δηλαδή ο κόσμος των μεγάλων, με συγκεκριμένες επιλογές παίρνει στον λαιμό του τους νεότερους. Νομίζω ότι ο Σύλλας μιλάει πολύ καθαρά γι’ αυτό. Περιμένω ότι άνθρωποι της γενιάς μου θα δεχτούν δύσκολα πολλά πράγματα στην ταινία. Γιατί δείχνει το πρόσωπο αυτής της γενιάς να είναι και πολύ άγριο απέναντι στους νέους και μάλιστα μέσα από τη διάθεση των καλών προθέσεων. Αν ανοίξουμε το θέμα και πέρα από την οικογένεια, θα δούμε ότι το ίδιο συμβαίνει και στον τόπο μας. Ολοι καλές προθέσεις είχανε και είχαμε και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Ανάταση και ελπίδα
– Η σημερινή νέα γενιά είναι περισσότερο δέσμια αυτών των καλών προθέσεων;
– Νομίζω ότι η σημερινή νέα γενιά και μάλιστα η πολύ νέα γενιά, ξεφεύγει από αυτά τα δεσμά. Για παράδειγμα, ο Θάνος, το παιδί που υιοθετώ στην ταινία, είναι το πρόσωπο που φεύγει και ξεφεύγει. Τα παιδιά έχουν ένα άλλο θάρρος και φτιάχνουν μια ζωή χωρίς πολύ μεγάλα ιδανικά, τα οποία τελικά προδίδονται, κάτι που είχε έντονα η δική μου γενιά. Αυτό που λέει ο ποιητής, «πήραμε τη ζωή μας λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή». Μόνο που στην ιστορία δεν πήραμε μόνο τη ζωή μας λάθος. Πήραμε κι άλλους στον λαιμό μας. Ενώ όμως η ταινία σίγουρα μιλάει για τα σκοτεινά σημεία και της οικογένειας και της ζωής μας, και για την οικογένεια και για τη χώρα σε πτώση, έχει και ανάταση. Ακόμη και στον τρόπο που ο Σύλλας χρησιμοποιεί τον θυμό του. Δεν είναι όμως ένας θυμός που εκτονώνεται με βία -και μιλάω για τα Δεκεμβριανά- δεν είναι ο θυμός που πιάνει μια πέτρα και την πετάει και καταστρέφει. Είναι ένας θυμός που τον χρησιμοποιεί και κάνει κάτι μ’ αυτόν. Η ανάταση και η ελπίδα που νομίζω ότι έχει η ταινία πιστεύω ότι βρίσκεται στην τρυφερότητα και στο έλεος, στον πραγματικό πόνο που έχει η ταινία για τα πρόσωπα, αλλά και στο γεγονός ότι τα πρόσωπα έρχονται αντιμέτωπα με τα λάθη τους. Δεν υπάρχουν πια άλλα ψέματα, οπότε πρέπει να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Χωρίς άλλες δικαιολογίες ή αυτοοίκτο, υπάρχει ίσως μια ελπίδα.

κριτική της ταινίας από τη Μ. Κατσουνάκη ΕΔΩ  





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου