Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

ξενιτιά -προσφυγιά

  με αφορμή την ξενιτιά της Αρετής [του νεκρού αδελφού]
                          

δε στο 'πα χαλασιά μου;

μίσεψες όμως..


σαν την ξανθούλα [του κόντε διονύσιου σολωμού]




κι είπες : μη χολοσκάς-θα σου γράφω γράμματα






μίσεψες,
και τώρα νοσταλγείς

η νοσταλγός του παπαδιαμάντη

Μια φεγγαρόλουστη νύχτα, η Αννιώ, παντρεμένη μ' έναν πολύ μεγαλύτερό της άνδρα, πείθει ένα νεαρό βοσκό να την πάει στο νησί της με μια κλεμμένη βάρκα. Εκείνος ονειρεύεται μια παράνομη ερωτική περιπέτεια, όμως τα κίνητρα της Αννιώς είναι καθαρά η νοσταλγία για το νησί και τους δικούς της.

 Το διήγημα του Παπαδιαμάντη μετέφερε στον κινηματογράφο η Ελένη Αλεξανδράκη με προσθήκη διαλόγων στη διάλεκτο της Νισύρου, όπου γυρίστηκε η ταινία[πρωταγωνιστεί η Όλια Λαζαρίδου, ενώ τη μουσική
υπογράφει ο Ν. Παπάζογλου]



Ν. Πολίτη : «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού»
                   Τραγούδια της ξενιτιάς
        "Η ξενιτειά κι' ο θάνατος αδέλφια λογούνται".

[165]
Η ΜΑΝΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
[Σπανιώτατα αφορμή του εκπατρισμού των νέων είναι διάστασις προς τους οικείους αυτών, τουναντίον δε προς την ξενιτείαν εξωθεί αυτούς συνήθως ή επιθυμία όπως ώφελήσωσι την οικογένειάν των δια του πλούτου, τον όποιον προσδοκώσι ν' άποκτήσωσιν εργαζόμενοι μακράν της πατρίδος των. Οι δε γονείς βαρέως φέρουν τον χωρισμόν και πολλάκις προσπαθούν ν' αποτρέψουν αυτόν. Δια τούτο και εις παραλλαγάς του κατωτέρω άσματος φέρεται η μήτηρ καταρωμένη τον υιόν, αλλά καταρωμένη αυτόν διότι απεφάσισε ν' αποδήμηση. Αλλ' ή κατάρα της μητρός είναι επουσιώδες στοιχείον του άσματος, του οποίου σκοπός είναι η διεκτραγώδησις της βαρείας μοίρας του ξενιτευομένου και της θλίψεως εις την οποίαν είναι βυθισμένη η οικογένειά του αναμένουσα μάτην επί μακρόν χρόνον την επάνοδόν του. Το άσμα είναι τα μάλιστα διαδεδομένον εις πάσας τας ελληνικάς χώρας, φαίνεται δε πολύ παλαιόν ο κατά τον ΙΕ' ή ΙΣΤ' αιώνα γράψας το Περί της ξενιτείας στιχούργημα εγίνωσκε πιθανώς αυτό και παρέλαβεν εξ αυτού την εν τέλει εικόνα της αποστολής δια πτηνών γράμματος του θνήσκοντος ξενιτεμένου προς την οικογένειάν του.]

Όλαις οι μάνναις τα παιδιά, όλαις ευκαίς τους δίνουν,
και μια μάννα, κακή μάννα το γιο της καταρειέται.
Διώξε με, μάννα, διώξε με, με ξύλα με λιθάρια,
για να με πάρη το κακό κ' η εντροπή του κόσμου,
να σφίξω τα ματάκια μου, να φύγω από μπροστά σου.
Να πάω κ' εγώ με τα πουλιά και με τα χελιδόνια,
τα χελιδόνια να γυρνούν κ' εγώ να μη γυρίζω.
Θα κάμης χρόνους να με ιδής, καιρούς να μ' απάντησης.
Θά ρθουνε, μάννα μου, οι γιορταίς, οι μεγαλοβδομάδες,
θα πάς μέσα 'ς την εκκλησιά με την καρδιά καμένη,
θα ιδής τοις νιαις, θα ιδής τους νιους, θα ιδής τα παλληκάρια,
και θα στραφής "ς τη μια μεριά, και θα στραφής 'ς την άλλη,
θα βρης τον τόπο μου αδειανό και 'ς το στασίδι μου άλλον,
θα σ' έρθη δίψα 'ς την καρδιά και κάψα μέσ' 'ς ταχείλι,
θα θολωθούν τα μάτια σου τηράγοντα τοις στράταις,
και θα στεγνώση η γλώσσα σου ρωτώντας τους διαβάταις:
"Διαβάταις, πού δαιβαίνετε, περάταις, πού περνάτε,
μην είδετε το γιούλη μου, το μοναχό παιδί μου;
-Κι' ανίσως κι' αν τον είδαμε, μαύρη ορφανή μαννοϋλα,
πούθε να τον γνωρίσουμε; για πες μας τα σημάδια.
-Ψηλό λιγνό έχει το κορμί, ίσιο σαν κυπαρίσσι,
σα δυο βουνά είναι οι πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του,
σα νερατζούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του.
-Εψές προψές τον είδαμε 'ς τον άμμο ξαπλωμένο,
είχε τα θύκια πάπλωμα και τους αφρούς σεντόνι,
τα χοχλιδάκια του γιαλού είχε για προσκεφάλι.
Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι' άσπρα τον τριγυρίζαν,
κ' ένα πουλί, καλό πουλί με τα φτερά ασημένια,
σαν άνθρωπος εδάκρυζε και τον μοιρολογούσε.
"Πού είναι, ξένε μ', η μάννα σου και που είναι κ' η καλή σου,
να κλάψουνε τα νιάτα σου να σιάσουν το κορμί σου;"
Και κείνος αποκρίθηκε με τα ψημένα χείλη.
"Φάγε και συ, καλό πουλί, απ' αντρειωμένου πλάταις,
φάγε από πόδια γλήγορα και χέρια προκομμένα,
φάγε, πουλί, απ' τη νιότη μου, φάγε κι' απ' την αντρεία μου,
φάγε κι' απ' τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα,
οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κελαϊδοϋσαν.
-Δε θέλω γω απ' τη νιότη σου κι' ούτε κι' απ' την αντρεία σου,
ούτε κι' από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα,
οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κελαϊδοϋσαν,
γιατί είμαι από τον τόπο σου κι' από τη γειτονιά σου.
-Μα αν είσαι από τον τόπο μου κι' από τη γειτονιά μου,
χαμπήλωσ' τοις φτερούγαις σου τρία λόγια να σου γράψω,
το να να πας της μάννας μου, τάλλο της αδερφής μου,
το τρίτο το φαρμακερό να πας της ποθητής μου.
Να το διαβάζη η μάννα μου, να κλαίη η αδερφή μου,
να το διαβάζη η αδερφή, να κλαίη η ποθητή μου
να το διαβάζη η ποθητή, να κλαίη ο κόσμος όλος."

[166]
"Σ' αφήνω γεια, μαννούλα μου, σ' αφήνω γεια, πατέρα,
έχετε γεια, αδερφάκια μου και σεις ξαδερφοπούλαις.
Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά 'ς τα ξένα.
Θα φύγω, μάννα, και θα ρτώ και μην πολυλυπειέσαι.
Από τα ξένα που βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω
με τη δροσιά της άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα,
και με ταστέρια τουρανοϋ, τα ρόδα του Μαΐου.
Θανά σου στέλνω μάλαμα, θανά σου στέλνω ασήμι,
θανά σου στέλνω πράματα, π' ουδέ τα συλλογειέσαι.
-Παιδί μου, πάαινε 'ς το καλό κι' όλοι οι αγιοί κοντά σου,
και της μαννούλας σου η ευχή να είναι για φυλαχτό σου,
να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Θυμήσου με, παιδάκι μου, κ' εμέ και τα παιδιά μου,
μη σε πλανέση η ξενιτειά και μας αλησμονήσης.
-Κάλλιο, μαννοϋλα μου γλυκεία, κάλλιο να σκάσω πρώτα,
παρά να μη σας θυμηθώ 'ς τα έρημα τα ξένα."

Δώδεκα χρόνοι απέρασαν και δεκαπέντε μήνες,
καράβια δεν τον είδανε, ναύταις δεν τόνε ξέρουν.
Πρώτο φιλί αναστέναξε, δεύτερο τον πλανάει,
τρίτο φιλί φαρμακερό τη μάννα αλησμονάει.

[167]
Την ξενιτειά, την άρφανιά, την πίκρα, την άγάπη,
τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βαρύτερα ειν' τα ξένα.
Ο ξένος εις την ξενιτειά πρέπει να βάνη μαύρα,
για να ταιριάζη η φορεσιά με της καρδιάς τη λάβρα.


[168]
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτειά σε χαίρεται κ' εγώ χω τον καϊμό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;
Μήλο αν σου στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο μαδειέται,
σταφύλι ξερογιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω με τα δάκρυα μου μαντήλι μουσκεμένο,
τα δάκρυα μου είναι καυτερά, και καίνε το μαντήλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδησω;

Σηκώνομαι τη χαραυγή γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κυττάζω τους διαβάταις,
κυττάζω τοις γειτόνισσαις και τοις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα μικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω.

[σύγχρονη εκδοχή:
Στίχοι: Γιώργος Αρμένης - Μουσική: Χρήστος Λεοντής


Ξενιτεμένο μου πουλί
εκεί στα ξένα που 'σαι
σου στέλνω μήλο σέπεται
κυδώνι μαραγκιάζει

Σου στέλνω και το δάκρυ μου
σ' ένα μικρό μαντίλι
το δάκρυ μου είναι καφτερό
και καίει το μαντίλι

Ξενιτεμένο μου πουλί
εκεί στα ξένα που 'σαι
ξένοι σου πλένουν τα σκουτιά
ξένοι στα σαπουνίζουν



Στα πλένουν μια στα πλένουν δυο
στα πλένουν τρεις και πέντε
κι από τις πέντε κι ύστερα
τα ρίχνουν στο σοκάκι

Πάρε ξένε μ' τα ρούχα σου
πάρε και τα σκουτιά σου
και σύρε στην πατρίδα σου
σε καρτερεί η φαμελιά σου.]

[169]
"Νεραντζούλα φουντωμένη, πού είναι τάνθη σου,
πού είναι η πρώτη σου ομορφάδα και τα κάλλη σου;
-Φύσηξε βοριάς αέρας και τα τίναξε,
κ' η φουρτούνα του πελάγου τ' άποχάλασε.
Σέ παρακαλώ, βοριά μου, φύσα ταπεινά,
για ταπείνωσ' την αντάρα και τον κορνιαχτό
τη βοή σου τη μεγάλη και τον αχητό,
για ν' αράξουν τα καράβια τα σπετσιώτικα,
νά ρθουν και τα παλληκάρια τα νησιώτικα.
Όλα τα καράβια αράξαν, κι' όλα φάνηκαν,
κι' ο λεβέντης ο δικός μου δεν εφάνηκε,
και ποιος ξέρει σε τι κύμα δέρνει να πνίγη;
-Και δεν κλαις την ομορφιά σου, κόρη νόμορφη,
μόνε κλαις τον ταξιδιώτη που σ' απάριασε;
Τάχα ποιάν θενά φιλήση τα μεσάνυχτα,
τάχα ποιαν θεν' αγκαλιάση το ξημέρωμα;"

[170]
Ένα πουλί θαλασσινό κι' άλλο πουλί βουνίσιο,
τα δυο πουλιά μαλώνανε 'ς του σταυραϊτού, τον τόπο.
Γυρίζει το θαλασσινό και λέγει του βουνίσιου.
"Μη με μαλώνης, βρε πουλί, και μη με παραδιώχνης,
τι εγώ πολύ δεν κάθομαι 'ς τον τόπο το δικό σου,
Αν κάτσω Μάη και Θεριστή κι' όλον τον Αλωνάρη,
κι' αν πάρω κι' απ' τον Αύγουστο, τον Τρυγητή μισσεύω,
κι' αφήνω γεια 'ς τοις όμορφαις και γεια 'ς τοις μαυρομάταις
κ' εγώ πάγω 'ς τον τόπο μου, γυρνώ 'ς τους εδικούς μου."

[171]
Τώρα είναι Μάης κι' άνοιξη, τώρα είναι καλοκαίρι,
τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι' ανθίζουν τα λουλούδια.
Τώρα κι' ο ξένος βούλεται 'ς τον τόπο του να πάγη.
Νύχτα σελλώνει τάλογο, νύχτα το καλλιγώνει,
φκειάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια,
βάνει τα φτερνιστήρια του, ζώνει και το σπαθί του.
Κ' η κόρη, οπού τον αγαπάει, κρατεί κερί και φέγγει,
με τό να χέρι το κερί, με τάλλο το ποτήρι,
κι' όσα ποτήρια τον κερνάει, τόσαις βολαίς του λέγει:
"Πάρε μ', αφέντη, πάρε με, πάρε κ' έμέ κοντά σου,
να μαγευρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
να γένω γης να με πατάς, γιοφύρι να διαβαίνης,
να γένω κι' ασημόκουπα να πίνης το κρασί σου,
εσύ να πίνης το κρασί κ' εγώ να λάμπω μέσα.
-Κει που πηγαίνω, λυγερή, γυναίκες δε διαβαίνουν,
εκεί είναι λύκοι 'ς τα βουνά και κλέφταις 'ς τα δερβάνια,
και σένα παίρνουν, κόρη μου, και μένα με σκλαβώνουν."

[172]
Η ΜΑΓΙΣΣΑ
[Το τραγούδι της μάγισσας είναι αλληγορικόν. Μόνον ανεξήγητος δύναμις, εξ υπερφυσικής ενεργείας προερχομένη, είναι ικανή να κρατήση τον ξενιτευμένον επί πολύν χρόνον μακράν του τόπου του και να διάρρηξη τους ισχυρούς δεσμούς της στοργής προς την οικογένειάν του. Και παρίσταται ούτος ματαίως αγωνιζόμενος να υπερνίκηση τα παρεμβαλλόμενα εις την εκπλήρωσιν του πόθου της επανόδου εμπόδια και υφιστάμενος μετά δυσφορίας την επήρειαν της δυνάμεως εκείνης. Αι γοητείαι, τας οποίας ευρίσκει εις την ξενιτειάν, τον δεσμεύουν εις αυτήν, Αλλ' όμως είναι ανίσχυροι να εμβάλουν εις αυτόν την λήθην προσφιλών υπάρξεων, και η διάνοιά του είναι πάντοτε προς ταύτας εστραμμένη. Ούτω και τον ομηρικόν Οδυσσέα, κατέχουσα εις την νήσον της έθελγεν η νύμφη Καλυψώ "μαλακοίσι και αιμυλίοισι λόγοισιν όπως Ιθάκης επιλήσεται", ενώ εκείνος επόθει "και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης."
Αλλ' όταν μετά μακροχρόνιον εγκατάλειψιν επανέλθη ο ξενιτευμένος εις τους κόλπους της οικογενείας του, το τραγούδι διασκευάζεται άλλως. Μία παραγγελία, εις τρυφερός λόγος της έγκαταλελειμμένης καλής του, φθάνει εις τας ακοάς αυτοϋ, και έχει την δύναμιν να διαλύση τα μάγια και να τον επαναφέρη εις την πατρίδα.]

Μαύρα μου χελιδόνια απ' την έρημο,
κι' άσπρα μου περιστέρια της ακρογιαλιάς,
αυτού ψηλά που πάτε κατ' τον τόπο μου,
μηλιά χω 'ς την αυλή μου και κονέψετε,
και πητε της καλής μου, της γυναίκας μου:
Θέλει καλόγρια ας γίνη, θέλει ας παντρευτή,
θέλει τα ρούχα ας βάψη, μαύρα να ντυθή,
να μη με παντυχαίνη, μη με καρτερή.
Τι εμένα με παντρέψαν δω 'ς την Αρμενιά,

και πήρα Αρμενοπούλα, μάγισσας παιδί,
οπού μαγεύει τάστρη και τον ουρανό,
μαγεύει τα πουλάκια και δεν απετούν,
μαγεύει τα ποτάμια και δεν τρέχουνε,
τη θάλασσα μαγεύει και δεν κυματεί,
μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν,
μαγεύει με κ' εμενα και δεν έρχομαι.
Όντας κινάω για νά ρθω, χιόνια και βροχαίς,
κι' όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.
Σελλώνω τάλογό μου, ξεσελλώνεται,
ζώνομαι το σπαθί μου και ξεζώνεται,
πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται.



ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ
ρίξε μια ματιά στο δίσκο που επιμελήθηκε η δόμνα σαμίου κι ο λάμπρος λιάβας :
τα τραγούδια   και συνοδευτικό κείμενο του λ. λιάβα
τι τραγούδι της ξενιτιάς [αφιέρωμα 7ημέρες Καθημερινής]






φαγώθηκες να γυρίσεις.και τα κατάφερες [εδώ σε θέλω κάβουρα..]

(συνέχεια από Ν. Πολίτη  : «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού»)
ΠΑΡΑΛΟΓΗ [84]

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
[Το θέμα της αναγνωρίσεως του μετά μακροχρόνιον αποδημίαν επανερχομένου ανδρός και της εν τω οίκω προσδοκώσης την επάνοδον αυτού συζύγου, είναι διεσκευασμένο εις τα άσματα του ελληνικού λαού εις τρεις κυρίους τύπους. Κατά τον πρώτον η αναγνώρισις γίνεται παρά την βρύσιν, έξω του χωρίου, κατά τον δεύτερον έξω της οικίας, της οποίας την θύραν κρούει ο σύζυγος, κατά τον τρίτον ομοίως έξω της οικίας, όπου τον προσελκύει ο κρότος του αργαλειού και ο ήχος του άσματος της υφαινούσης συζύγου. Παρεκβάσεις των τύπων τούτων παρουσιάζουν ολίγιστα άσματα κατά τα οποία η αναγνώρισις γίνεται εν τη οδώ ή εν αγρώ, όπου η σύζυγος θερίζει. Εξαιρετικώς είς τινα άσματα ο σύζυγος καταφθάνει δια πλοίου και αποβιβάζεται διά λέμβου εις την ξηράν, εις τα λοιπά έρχεται καβαλλάρης και κατά το πλείστον ως κυνηγός, ακολουθούμενος από τα λαγωνικά του. Επειδή δε πάμπολλαι είναι αι φερόμεναι παραλλαγαί δεν είναι σπάνιοι οι συμφυρμοί μετ' άλλων ασμάτων, μάλιστα μετά της Ριμάτας της εγκαταλειφθείσης κόρης και του άσματος της ξενιτειάς, εν ω ο σύζυγος ετοιμάζει την νύκτα τον ίππον του προς αναχώρησιν, συμπραττούσης και της συζύγου. Συμφυρμός δε και σύγχυσις εις πολλάς παραλλαγάς παρατηρείται και των διαφόρων τύπων του αυτού άσματος, ως λ.χ. όταν η αναγνώρισις γίνεται παρά την βρύσιν και η σύζυγος διατάσσει τας υπηρετρίας ν' ανοίξουν την θύραν και να ετοιμάσουν την κλίνην.
Το θέμα τούτο μεγάλην έχει διάδοσιν εις την ποίησιν των ευρωπαϊκών λαών, γνωστότατον δ' ότι το παλαιότατον και ανυπερβλήτου κάλλους πρότυπον της διασκευής αυτού είναι το εν τη Οδυσσεία επεισόδιον της αναγνωρίσεως του Οδυσσέως και της Πηνελόπης. Προς το ομηρικόν πρότυπον ολίγας, εξωτερικάς μάλλον, ομοιότητας παρουσιάζει το έλληνικόν άσμα, πολλώ δε πλείονας προς τάσματα των ευρωπαϊκών λαών, οπωςσδήποτε δ' όμως εγγύτερον των ασμάτων τούτων προς το ομηρικόν και τρόπον τινά εις το μεταίχμιον της αρχαίας ελληνικής και της μέσης και νεωτέρας ευρωπαϊκής δημώδους ποιήσεως φαίνεται ευρισκόμενον το άσμα του ημετέρου λαού (Πρβλ. τα σημάδια, τα ομηρικά σήματα, εκ του συζυγικού θαλάμου, την υφαίνουσαν σύζυγον, την παρασκευήν της συζυγικής κλίνης κτλ.). Εκ των ομοιοτήτων δε προς τάλλα ευρωπαϊκά άσματα μνημονεύομεν την πρότασιν γάμου του αγνώστου ξένου προς την γυναίκα του (εν τω Β' και τω Γ' ελληνικώ τύπω) και την αγγελίαν του δήθεν θανάτου του συζύγου. Αλλ' ό,τι προ πάντων διακρίνει το ημέτερον άσμα των άλλων είναι η ακραιφνής ελληνικότης αυτού, διότι τοσούτο στερεώς είναι συνυφασμένον προς τον ελληνικόν βίον, ώστε σχεδόν εις έκαστον στίχον αυτού ενωτιζόμεθα απηχήσεις ηθών, εθίμων και συναισθημάτων του ελληνικού λαού ή βλέπομεν διαγραφομένας αναπαραστάσεις ελληνικών τοπείων.]

Ερρόδισε γη ανατολή και ξημερώνει η δύση,
γλυκοχαράζουν τα βουνά κι' ο αυγερινός τραυειέται,
παν τα πουλάκια 'ς τη βοσκή κ' οι λυγεραίς 'ς τη βρύση.
Βγαίνω κ' εγώ κι' ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα.
Τη χαιρετάω, δε μου μιλεί, της κρένω, δεν μου κρένει.
"Κόρη, για βγάλε μας νερό, την καλή μοίρα νά χης,
να πιω κ' εγώ κι' ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου."
Σαράντα σίκλους έβγαλε, 'ς τα μάτια δεν την είδα,
κι' απάνω 'ς τους σαρανταδυό τη βλέπω δακρυσμένη.
"Γιατί δακρύζεις, λυγερή, και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχης κακή μάννα;"
-Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτ' έχω κακή μάννα.
Ξένε μου, κι' αν εδάκρυσα κι' α βαριαναστενάζω,
τον άντρα χω 'ς την ξενιτειά και λείπει δέκα χρόνους,
κι' ακόμη δυο τον καρτερώ, 'ς τους τρεις τον παντυχαίνω,
κι' α δεν ερθή, κι' α δε φανή, καλόγρια θενά γένω,
θα πάγω 'ς έρημα βουνά, να στήσω μοναστήρι,
και 'ς το κελλί θα σφαλιστώ, 'ς τα μαύρα θελά βάψω,
εκειόν να τρώγη η ξενιτειά κ' εμέ τα μαύρα ράσα.
-Κόρη μου, ο άντρας σου πέθανε, κόρη μου, ο άντρας σου χάθη,
τα χέρια μου τον κράτησαν, τα χέρια μου τον θάψαν,
ψωμί κερί του μοίρασα, κ' είπε να τα πλερώσης,
τον έδωκα κ' ένα φιλί, κ' είπε να μου το δώσης.
-Ψωμί κερί του μοίρασες, διπλά να σε πλερώσω,
μα γιάτ' εκείνο το φιλί, σύρε να σου το δώση.
-Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι' ό καλός σου.
-Ξένε μου, αν είσαι ο άντρας μου, αν είσαι κι' ο καλός μου.
δείξε σημάδια της αυλής και τότες να πιστέψω.
-Έχεις μηλιά 'ς την πόρτα σου και κλήμα 'ς την αυλή σου,
κάνει σταφύλι ραζακϊ και το κρασί μοσκάτο,
κι' όποιος το πιή δροσίζεται και πάλι αναζητά το.
-Αυτά είν' σημάδια της αυλής, τα ξέρει ο κόσμος όλος,
διαβάτης ήσουν, πέρασες, τα είδες και μου τα λέεις.
Πες μου σημάδια του σπιτιού και τότες να πιστέψω.
-Ανάμεσα 'ς την κάμαρα χρυσό καντήλι ανάφτει,
και φέγγει σου που γδύνεσαι και πλέκεις τα μαλλιά σου,
φέγγει σου τοις γλυκαίς αυγαίς που τα καλά σου βάζεις.
-Κάποιος κακός μου γείτονας σου τα πε και τα ξέρεις.
Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης.
-Έχεις ελιά 'ς τα στήθη σου κ' ελιά 'ς την αμασκάλη,
κι' ανάμεσα 'ς τα δυο βυζιά τ' αντρού σου φυλαχτάρι.
-Ξένε μου εσύ είσαι ο άντρας μου, εσύ είσαι κι' ο καλός μου."

Γιώργος Σεφέρης 
Ο γυρισμός του ξενιτεμένου

-Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ' τὸν τόπο τὸ δικό σου.

-Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο∙
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.

-Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις∙
θ' ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ' τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγά-σιγὰ θὰ 'ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.

-Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ' ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ' τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ' αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.

-Παλιέ μου φίλε δὲ μ' ἀκοῦς;
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.

-Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μου λὲς
ὅσο μιλᾶς τ' ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.

-Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σοῦ ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ' τὴ γῆς κι ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους.

-Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.

                                Ἀθήνα, ἄνοιξη '38

Κυριάκος Χαραλαμπίδης*
     
        ΑΡΔΑΝΑ ΙΙ
Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
- Μιλάτε Αγγλικά;
- Καταλαβαίνω.
- Αυτό είναι το σπίτι μου;
- Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ'αναφιλητά μου μ' ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου - τ' όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;-εμείς οι δυό το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: "Χάθηκε ο στρατός μας!" Τίποτα πιά, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ' αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα. στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα 'βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πιά στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου - ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
- Τι φής; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε πού τ' αναγνώριζες, αλήθεια;
- Δεν ήτανε δικό μου πιά, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου 'πεν η Τουρκάλα: "Ναι, αυτό είναι".
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;
      
        Γλυκό του κουταλιού
Να ιδώ ποιος είμαι ζύγωσα και πούθε
το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα
στο σπίτι τ' αλμυρό, σιμά σε λάκκο.

Μια μαντιλοδεμένη μου 'φερε νερό,
μου πρόσφερε γλυκό∙ ευχαριστώ την.

Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο
του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά
ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη
πραγματικά και μέλη εμποτισμένα
στην καλοσύνη της χαράς αντιδωρήματα.

Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα
το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται.

«Και βέβαια επιτρέπεται», μου λέει∙
«μπορείς να 'ρθεις και στην κρεβατοκάμαρα».
Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο
να με κοιτάει από 'να κάδρο. Αφήνω
την εντροπή και γύρεψα να πάρω
τη μάνα μου ο δόλιος απ' την Τροία.

«Πάρτηνε», λέει αυτή σαν καλογέλαστη,
«τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω;
Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε
ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα
και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη
που την ομπρέλα της κρατεί».

Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέρι
που γαντοφορεμένο, ραδινό
σε καναπέ ακουμπούσε∙ αλλά τι περιμένεις;

Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν
ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη
γλυκό του κουταλιού; μεγάλο θέμα.

Πάλι καλά που μ' άφησε και μπήκα
στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα.
Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει.
Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό
να 'χω την άδειά της να ξανάβλεπα
την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου.

*Κύπριος ποιητής, ένας από τους πρόσφυγες της τουρκικής εισβολής του 1974 (Άρδανα : το χωριό όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε βρίσκεται στην κατεχόμενη περιοχή της Αμμοχώστου).


Μπέρτολτ Μπρεχτ
Για τον όρο «μετανάστες»

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ΄ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχους, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

          1922..
«Μας ήθελαν πρόσφυγες, δηλαδή ζητιάνους. Δεν μας έλεγαν έτσι γιατί είχαμε προσφύγει, καταφύγει στην Ελλάδα. Πόση ντροπή νιώθαμε! Δεν μας έλεγαν ας πούμε οι 'διωγμένοι' ή οι 'Μικρασιάτες'. Είπε κανείς τους Κύπριους, που ήρθαν στην Ελλάδα μετά την τουρκική κατοχή, 'πρόσφυγες'; Όχι βέβαια, το 'Κύπριοι' ήταν αρκετό. Και γιατί το 'Μικρασιάτες' δεν ήταν αρκετό για να δηλώσει τη δική μας κατάσταση; Μας έλεγαν πρόσφυγες για να χαρακτηρίσουν την ένδεια μας» (μαρτυρία Φ. Μαστιχιάδη)
«Είμαστε Έλληνες όσο κι εδώ. Αλλά με το «πρόσφυγες» μας ξεχώρισαν, μας τοποθέτησαν στο περιθώριο της κοινωνίας και κοντέψαμε να ξεχάσουμε τις ήμαστε. Ήταν τίτλος ανυποληψίας το «πρόσφυγας», πώς να σας το πω. Μόνο όταν πιάσαμε στα χέρια μας τον κόπο μας και κάναμε δικό μας σπίτι, όταν έγιναν γνωστοί οι Κόντογλου, Βαλσαμάκης, Βενέζης, οι επιστήμονες μας κι έτρεχαν σ' αυτούς οι ντόπιοι να τους συμβουλευτούν, τότε το "πρόσφυγας", δεν μας ένοιαζε. Τιμή μας, που αν και μας ήθελαν πρόσφυγες, εμείς τα είχαμε καταφέρει» (μαρτυρία Π. Καλαϊτζή)

ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ   Οι νεκροί περιμένουν

Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄ το χέρι , κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν΄ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
-Απ΄ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
-Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
-Φοβόμαστε τις επιτάξεις . Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
-Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να ΄ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!
Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ΄ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι .
Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί  τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της  Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους  ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της.  Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….
Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως  όπως , κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.
Τόσοι ήταν, ενάμισι  εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς  πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν  απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο ,τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού….


Στο Μόναχο με τη «Γραμμή της Ελπίδας»
«Στο βορρά της Ελλάδας δεν υπάρχει σχεδόν καμία οικογένεια που να μην την αφορά η μετανάστευση στη Γερμανία κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970», «Για εκείνους που κατάφερναν να αποκτήσουν την πολυπόθητη "πράσινη κάρτα", ξεκινούσε το ταξίδι στη Γερμανία είτε μέσω Πειραιά με το θρυλικό φέρι μποτ "Κολοκοτρώνης" για το Μπρίντιζι της Ιταλίας απ' όπου συνέχιζαν το ταξίδι τους με το τρένο, ή αργότερα με την έκτακτη αμαξοστοιχία από τη Θεσσαλονίκη. Οι ταξιδιώτες έφταναν στο Σιδηροδρομικό Σταθμό του Μονάχου, στη γραμμή 11, την οποία οι Ιταλοί είχαν βαφτίσει "Γραμμή της Ελπίδας". Από εκεί προωθούνταν κυρίως στη μεταλλουργική βιομηχανία, στα εργοστάσια κατασκευής ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών ειδών, αλλά και στις χημικές βιομηχανίες από τη Νυρεμβέργη έως τη Στουτγάρδη, την Κολωνία και το Ντίσελντορφ, το Αμβούργο και το Βερολίνο».
Τα μαζικά αυτά ταξίδια, τα οποία η γερμανική διοίκηση μέχρι το 1972 τα ονόμαζε «μεταφορές», έχουν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη των περισσότερων μεταναστών.
Οι ειδικές αμαξοστοιχίες ήταν συνήθως υπερπλήρεις, καθώς μετέφεραν μέχρι και πάνω από 1.000 άτομα. Στη διάρκεια του ταξιδιού από Θεσσαλονίκη προς Μόναχο που κρατούσε δυόμισι μέρες, πολλοί κάθονταν πάνω στη βαλίτσα τους.





αποσπάσματα από το ''διπλό βιβλίο'' του δημήτρη χατζή σε σχολικά βιβλία: 
ο κάσπαρ χάουζερ στην έρημη χώρα και η τελευταία αρκούδα της πίνδου



                            My sweet home

Ο Φίλιππος Τσίτος , σκηνοθέτης της ταινίας «Ακαδημία Πλάτωνος»,έκανε μια δυναμική είσοδο στον ελληνικό κινηματογράφο με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «My sweet home» (2001) . Ελληνογερμανική παραγωγή, γυρισμένη στο Βερολίνο,(το έργο της αποφοίτησης του σκηνοθέτη από την Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Βερολίνου), επικεντρώνεται στα προβλήματα μιας ομάδας μεταναστών από τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία, την Ινδία, την Τουρκία και την Ελλάδα, που συναντιούνται σε ένα νυχτερινό μπαρ του Βερολίνου για να γιορτάσουν τον επικείμενο γάμο ενός Αμερικανού, ο οποίος εργάζεται στο μπαρ, με μια Γερμανίδα. Η συνάντηση φέρνει στην επιφάνεια όνειρα, αποτυχίες, μοναξιά, απογοήτευση, τη βασανιστική σχέση του καθενός με την πατρίδα και τη νοσταλγία της, αλλά και το φόβο να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους και να ομολογήσουν την αποτυχία τους. «Home» είναι με την ευρύτερη έννοια η πατρίδα αλλά και το μπαρ που φιλοξενεί αυτούς τους απρόσκλητους και αταίριαστους θαμώνες, σε μιαν αυτοσχέδια γιορτή, την παραμονή του γάμου. Tην αιφνίδια απόφαση τους να ενώσουν τις ζωές τους, ο Αμερικανός και η Γερμανίδα, μοιράζονται με τους παρευρισκομένους εκείνης της βραδιάς στο βερολινέζικο μπαρ: Δύο Pώσους μουσικούς του δρόμου, έναν Bραζιλιάνο φοιτητή, μια Eλληνίδα, έναν Mαροκινό εργάτη κοκ. Μια ετερόκλητη σύναξη που καταλήγει συντροφιά, σε μια ατμόσφαιρα διονυσιασμού που εμπνέει ένα συγκρότημα τσιγγάνων. Aπό την έκρηξη κεφιού στις απόλυτες σιωπές, στο βουβό δράμα. O ένας άνεργος, ο άλλος πρόκειται να απελαθεί, ο τρίτος θέλει να φύγει αλλά δεν τα καταφέρνει... Kαι το στοίχημα στο οποίο υποβάλλονται: Ποιος τολμάει να πάρει τηλέφωνο σπίτι του και να παραδεχτεί στους γονείς του ότι απέτυχε; Mπροστά σε μια τηλεφωνική συσκευή παίζονται, εκ περιτροπής, αδιέξοδα, ανικανοποίητα, φόβοι, αποτυχίες και μαζί η κορυφαία σκηνή της ταινίας. H οικονομία και η ευρηματικότητα με την οποία ο σκηνοθέτης θέτει, λακωνικά και ευθύβολα, ερωτήματα ζωής και σχέσεων.



...μια γεύση από την ελληνική κοινότητα της Χαϊδελβέργης


 american dream..
..Ellis Island...
Από 1892 έως το 1954, πάνω από δώδεκα εκατομμύρια μετανάστες πήγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του Ellis island ένα μικρό νησί στο λιμάνι της Νέας Υόρκης
Αν κρίνουμε από τις «φρικτές» συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα μεταναστευτικά υπερωκεάνια, ιδιαίτερα εκείνα της πρώτης περιόδου (1907-1937), οι μετανάστες θεωρούνταν «φορτίο». Αρκεί να σκεφτούμε ότι πλοία μόλις 5-6 χιλιάδων τόνων, μετέφεραν έως 1.200-1.300 επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-22 ημέρες. Οι δοκιμασίες των φτωχών μεταναστών, οι οποίοι ελάχιστα νοιάζονταν για ανέσεις, που ποτέ άλλωστε δεν είχαν γευτεί, άρχιζαν πολύ πριν το ταξίδι. Οι περισσότεροι αγνοούσαν τις μεγάλες δυσκολίες που τους περίμεναν στο Νέο Κόσμο, τον οποίο εκατοντάδες μεσίτες μετανάστευσης (επάγγελμα που ανθούσε τα χρόνια εκείνα), παρουσίαζαν ως νέα Γη της Επαγγελίας. «Τρεις μέρες προχωρήσαμε, την Τρίτη νύχτα μεσάνυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουμε τίποτα εμείς. Μονάχα οι πλοίαρχοι και οι μηχανικοί το ήξεραν και αντί για μπρος γύριζε πίσω. Το διόρθωσαν και άρχισε πάλι να πηγαίνει, αλλά ψεύτικο διόρθωμα, έκανε μονάχα οκτώ μίλια. Δύο ώρες με τα πόδια, μια με το πλοίο Αυστροαμερικάνα. Έγερνε και στα πλάγια. Τεντωνόμασταν χάμω και πιάναμε το νερό της θάλασσας όταν ήταν γαλανή. Όταν ο καιρός ήταν μαύρος, φίδια μας έτρωγαν. Η ψυχή του κόσμου ήταν βυθισμένη στο φόβο. Για φαγητό έσφαζαν και μας έδιναν κάτι παλιάλογα. Καμιά εβδομάδα τη βγάλαμε μ΄ αυτά που είχαμε ψωνίσει στην Πάτρα, αλλά σωθήκανε. Μας έδιναν κάτι ρέγκες με σκουλήκια, χαλασμένες τις πετάγαμε. Ζούσαμε μέσα σ΄ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα και από πάνω ουρανός. Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η ψείρα. Κάθονταν όρθιες στα πανωφόρια των επιβατών, άσπρες με ουρά. Σε λίγες μέρες με την αργοπορία του πλοίου, το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσμος που ήμασταν μέσα διψάσαμε. Μαζευόμασταν μυρμήγκια με τις βίκες μπροστά στα ντεπόζιτα και κει γινόταν χαλασμός». Φθάνοντας στην Νέα Υόρκη το πλοίο περνώντας κοντά από το άγαλμα της Ελευθερίας κατέληγε σε ένα από τους «ντόκους» στο Μανχάταν ή απέναντι στο Χομπόκεν. Εκεί αποβιβάζονταν οι επιβάτες της πρώτης και δεύτερης θέσεως και ξεφορτώνονταν οι αποσκευές τους για να περάσουν από τον τελωνειακό έλεγχο. Οταν αυτός τελείωνε οι επιβάτες παραδίδανε τις αποσκευές του σιδηροδρόμου και χάνονταν στο πολύβουο Μανχάταν.
Η μέρα όμως των μεταναστών μόλις άρχιζε. Ύστερα από μια ατελείωτη αναμονή στο πλοίο προκειμένου να τελειώσουν οι έλεγχοι, άρχιζαν να κατεβαίνουν επιτέλους τη σκάλα του πλοίου, φορτωμένοι με τις αποσκευές τους. Η διαφορά ήταν καταφανής, ενώ οι επιβάτες των άλλων θέσεων που είχαν παραδώσει όλες τις αποσκευές τους στους αχθοφόρους, καθώς γύριζαν στον τόπο τους ύστερα από λίγων εβδομάδων απουσία μπορούσαν να στείλουν τα ογκώδη μπαούλα τους κατευθείαν στον προορισμό τους, οι μετανάστες που έρχονταν για μόνιμη εγκατάσταση έπρεπε να κουβαλήσουν ότι είχαν και δεν είχαν μόνοι τους. Έτσι παραφορτωμένοι κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν για να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι». Εκεί μέσα στις πολύβουες στοές του γραφείου απογραφής, οι μετανάστες υποβάλλονταν στην τελική δοκιμασία. Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού. Όμως κάθε άρρωστος υποχρεωνόταν να γυρίσει στο πλοίο και παραδινόταν στην ατμοπλοϊκή εταιρία για επαναπατρισμό. Άγρυπνοι επιθεωρητές της Υπηρεσίας Αλλοδαπών μόλις παρατηρούσαν κάποιον ύποπτο, καθώς οι μετανάστες αποβιβάζονταν από τις βάρκες, σημείωναν πάνω στην κάρτα τους κάποιο κωδικό σήμα, προκειμένου να τον προσέξουν ιδιαίτερα οι γιατροί. Αυτοί οι άτυχοι άθλιοι έπρεπε να επιστρέψουν στο λιμάνι της επιβίβασής τους με έξοδα της εταιρίας, γεγονός που τις έκανε προσεκτικές στην επιλογή των επιβατών. Μεγαλύτερο βάρος για τις εταιρίες ήταν οι λαθρομετανάστες, αφού για καθένα που ανακάλυπταν και συλλάμβαναν οι αρχές, πλήρωναν πρόστιμο χίλια δολάρια . Ο Γιάννης Κάλυκας , ο οποίος ήρθε (στην Αμερική) στα 17 του το 1926 λέει:
«Οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλις Άιλαντ ήταν οι πιο άθλιες της ζωής μου. ΄Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο και ο ξάδερφός μου στην Αμερική δεν ήξερε ότι ερχόμουν μ΄ εκείνο το πλοίο. Δεν είχα ούτε ένα σέντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος. Υπήρχε πολύ συνωστισμός. Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που στέλνονταν πίσω. Η αβεβαιότητα για το τι θα φέρει η επόμενη μέρα ήταν η χειρότερη αίσθηση που δεν την ξαναείχα ούτε πριν ούτε μετά απ΄ αυτό»
                                                                                                          [στοιχεία από το blog: aqua’s]


«Βρωμοέλληνες»
Οι πρώτες ελληνικές οικογένειες μεταναστών στην Αμερική, επιζητούσαν να μένουν η μία κοντά στην άλλη για προστασία, καθώς αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα από τους Αμερικανούς. Τους θεωρούσαν, τους πιο .......ανεπιθύμητους μετανάστες. Το κατακάθι της Ευρώπης. Δεν τους θεωρούσαν καν λευκούς, αλλά μιγάδες. Οι εργοδότες τους έβαζαν να κάνουν τις πιο επικίνδυνες δουλειές και τους πλήρωναν με τα μικρότερα μεροκάματα. Χωρίς να το θέλουν, οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες, με τη διαφορετικότητά τους, έγιναν θύματα των ρατσιστών. Αντιμετωπίστηκαν ως εισβολείς που απειλούσαν τις θέσεις εργασίας και τα χρηστά ήθη των ''γνήσιων'' Αμερικανών, ενώ κατηγορήθηκαν ως υπεύθυνοι για την αύξηση της εγκληματικότητας. 

Η λέξη "Έλληνας" εκστομιζόταν εναντίον τους ως βρισιά. Τους αποκαλούσαν "dirty Greeks", "den katalaveni", newcomers με τα παράξενα ονόματα. Πολλοί αναγκάστηκαν να κόψουν τα επίθετά τους και να αλλάξουν τα μικρά τους ονόματα. Ο Αθανάσιος θα γίνει Tom. Ο Κωνσταντίνος θα γίνει Gus. Ο Δημήτρης θα γίνει Jim. O Παναγιώτης, Pete. O Ηλίας, Louis . . .
Οι Έλληνες δε θα αργήσουν να μπουν στο στόχαστρο και της Ku Klux Klan. Η φοβερή αυτή ρατσιστική οργάνωση ταλαιπώρησε αφάνταστα τους Έλληνες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920 κάνοντας επιδρομές σε ελληνικές συνοικίες .
Οι πρώτοι αυτοί μετανάστες έβλεπαν, να λεηλατούνται και να καταστρέφονται τα καταστήματά τους, που έστησαν με πολύ κόπο αποταμιεύοντας όσα χρήματα μπορούσαν, αφού δούλεψαν για χρόνια ολόκληρα σε ορυχεία και εργοστάσια
Το 1909, στη πολιτεία Omaha, πυρπολήθηκε ολόκληρη ελληνική συνοικία. Στη πολιτεία Idaho δεν τους ήθελε κανείς για γείτονες
Στην πολιτεία California, το 1913 σ' ένα εστιατόριο έγραφε μια ταμπέλα στην είσοδο: " Pure American. No Rats. No Greeks ''.


                    Μανόλη Πρατικάκη
         «Πάτμιοι εργάτες στο Μπέρκλεϊ»
     Καταγκόμαστε εκ της νήσου Πάτμου που ομοιάζει
     μακρινόν άστρον της θαλάσσης στο μυαλό μας.
     Κι ήρθαμε ως εδώ, πεινασμένοι λοτόμοι διατηρώντας
     όσα ίχνη ιταγκένειας επιτρέπει το αδηφάγο
     και φρικώδες Μπέρκλεϊ


Μικρό ημερολόγιο συνόρων, Γκασμέντ Καπλάνι, εκδόσεις Λιβάνη [αποσπάσματα]
Ο τρόπος που εγκαταλείπει την πατρίδα του ο μετανάστης του προσδίδει κάτι από τη λάμψη ενός ήρωα.  Αλλά στην καθημερινή του ζωή είναι εύθραυστος,  μπερδεμένος,  ενίοτε γελοίος.   Σαν το χαρτοπαίχτη που ονειρεύτηκε το μεγάλο κόλπο, αλλά δεν ξέρει το πιο ουσιαστικό: πώς παίζεται το παιχνίδι... Εκείνος νόμισε πως εδώ που ήρθε θα ήταν όλα εύκολα, πως θα τον βοηθούσαν, θα του μάθαιναν το παιχνίδι, και μάλιστα πως θα τον επαινούσαν εάν κατάφερνε να τους κερδίσει... Τώρα ανακαλύπτει πως τα είδωλά του δε δίνουν δεκάρα για εκείνον.  Ανακαλύπτει και κάτι χειρότερο: πως κανείς δεν τον προσκάλεσε, πως ήρθε απρόσκλητος. Και επίσης ότι περνά εντελώς απαρατήρητος.  Ένα πλάσμα αόρατο.  Και, όταν τον παρατηρούν,  είναι για να τον λυπούνται στιγμιαία ή να τον απεχθάνονται με διάρκεια. Να ήξερε τουλάχιστον τη γλώσσα,  σκέφτεται,  και θα έδειχνε σε όλους αυτούς που δεν αξιώνουν να του ρίξουν ούτε ένα βλέμμα το πόσο αξίζει.  Γιατί αυτοί πρέπει να μάθουν πως εκείνος αξίζει πάρα πολύ. Δεν την ξέρει όμως τη γλώσσα και έχει τρομοκρατηθεί, γιατί αυτοί οι ντόπιοι τη μιλάνε τόσο γρήγορα, που είναι σαν να ακούει ραπτομηχανή... Όχι, αποκλείεται να τη μάθει, ας πάνε στο διάβολο εκείνοι και η γλώσσα τους... Αλλά αν δεν τη μάθει, δεν μπορεί να βρει δουλειά, άρα δεν μπορεί να επιβιώσει.  Τότε ας μάθει τουλάχιστον τα απαραίτητα.  Τις πρώτες δέκα λέξεις.  Τις πρώτες δέκα προτάσεις.  Και τις μαθαίνει, χωρίς να καταλάβει πολύ καλά πώς.  Τότε ανακαλύπτει ότι αυτή η γλώσσα δεν είναι και τόσο δύσκολη.  Έπειτα ανακαλύπτει πως έχει αρχίσει να του αρέσει,  γιατί τώρα που τη μιλά δεν είναι πια μια βουβή παρουσία. Ο ενθουσιασμός του όμως ξεθωριάζει γρήγορα.  Αυτός δεν τη μιλά τη γλώσσα, τη σπάει, κυριολεκτικά την κατακρεουργεί.  Τα θηλυκά ονόματα τα κάνει αρσενικά, τα αρσενικά θηλυκά και τα περισσότερα ουσιαστικά ουδέτερα.  Ήταν βουβός, έγινε σπαστικός.




Δουλειά, δουλειά, δουλειά

Μετανάστης σημαίνει πολλά πράγματα. Αλλά προπαντός δουλειά. Στην ξενιτιά δεν πας για να κάνεις το μάγκα,  αλλά για να μαζέψεις φράγκα.  Θα κάνεις τα πάντα για να το πετύχεις.  Θα κάνεις δυο και τρεις δουλειές τη μέρα,  ανασφάλιστος,  θα ρίξεις το μεροκάματο των ντόπιων, θα γίνεις απεργοσπάστης, αν χρειαστεί θα πουλάς κακομοιριά, για να αγγίξεις την καρδιά των εργοδοτών,  μέχρι να καταλάβεις ότι πολλοί λίγοι τη διαθέτουν, θα στήνεσαι από τα χαράματα στην πλατεία Ομόνοιας, σαν βρόμικο άγαλμα που ξέχασαν να το πλύνουν τα συνεργεία του Δήμου.  Θα κατοικείς σε τρώγλες,  δέκα, δεκαπέντε,  είκοσι άτομα μαζί,  καταργώντας τη διαφορά ανάμεσα στην κατοικία και το
γουρουνοστάσιο. Θα τρως ψωμί και αλάτι, θα τρως σκέτο ψωμί. Θα σε πιάνει ο ύπνος πάντα στο λεωφορείο από την εξάντληση και την αϋπνία. Θα μυρίζεις ιδρώτα σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου,  γιατί δε θα έχεις χρόνο να πλυθείς αλλά και γιατί δε θα θέλεις να κάνεις το ντους για να μην πληρώνεις ρεύμα. Ο πιο διάσημος τσιγκούνης σε σύγκριση με σένα θα μοιάζει κουβαρντάς.  Θα μετράς τα χρήματά σου όπως μετρά ο αναιμικός τις σταγόνες αίματος. Δε θα ξοδεύεις τίποτα, δε θα αγοράζεις τίποτα, θα ζεις με τα ελάχιστα των ελαχίστων, θα χορταίνεις μόνο μετρώντας τα χρήματα και ακούγοντας πως για σένα υπάρχει και άλλη δουλειά, και άλλη, και άλλη. Και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβεις, θα νιώσεις πως οι δυνάμεις σου λιγοστεύουν, θα νιώσεις να σε χτυπά η αρθρίτιδα,  θα αισθανθείς ύποπτους πόνους στα νεφρά,  στην πλάτη, στην καρδιά. Θα είσαι τυχερός εάν προλάβεις την εγχείρηση. Πολλοί άλλοι δεν πρόλαβαν. Έφυγαν πάνω στη δουλειά, τους πλάκωσε κάποιος τοίχος, γιατί οι εργοδότες δεν πληρώνουν για μέτρα ασφαλείας. Γιατί καθώς είναι γνωστό ο μετανάστης πεθαίνει αθόρυβα, σαν τη μύγα…
      Η γενιά της λάντζας
Η πρώτη γενιά των μεταναστών είναι η γενιά της λάντζας. Είναι εκείνη που τρώει όλη τη σαβούρα της ξενιτιάς, όλη την άρνηση, όλη την περιφρόνηση, όλο το φόβο. Είναι η γενιά της λάντζας, γιατί γι’ αυτή όλες οι δουλειές είναι καλές, αρκεί το στομάχι να γεμίζει και να μένει κάτι στην άκρη. Αυτά τα λεφτά που μένουν στην άκρη είναι η ανταμοιβή της, η θεραπεία της, η Γη της Επαγγελίας, το μεγάλο ψέμα, η υπόσχεση της επιστροφής. Είναι η γενιά που μιλά σπαστά, εκείνη που δε μιλά καθόλου, εκείνη που τρέμει την αστυνομία, εκείνη που τρέμει το βλέμμα του εργοδότη, που καταναλώνει τη μοναξιά στη σιωπή, που σκύβει ίσαμε το χώμα, που μαζεύει μαζί με τα λεφτά στην άκρη και μπόλικη μνησικακία.
Η μνησικακία είναι το φρούριό της,  όπου στεγάζει το φόβο της,  την άρνηση των ντόπιων, την περιφρόνηση, την καταπίεση και τον εμπαιγμό του εργοδότη. Είναι η γενιά της λάντζας.  Γι’  αυτή δεν υπάρχουν έπιπλα στο σπίτι,  εκτός και αν βρεθούν κάποια κοντά σε σκουπιδοτενεκέδες, όταν οι ντόπιοι εγκαταλείπουν τα παλαιά τους. Για τη γενιά της λάντζας δεν υπάρχουν διακοπές,  δεν υπάρχουν καν γιορτές.  Υπάρχει μόνο ένα πράγμα:  δουλειά.  Και το όνειρο της επιστροφής αγκαλιά με το όνειρο της παραμονής. Γιατί έτσι είναι η γενιά της λάντζας: σχιζοφρενής…



















             Γιώργος Σεφέρης

        Πάνω σ'έναν ξένο στίχο

Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἀρματωσιὰ
μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του, σὰν τὶς
φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.

Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σὰν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατί γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος κανείς.

Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη∙
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.

Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάντασμα
τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπό του
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ ποὺ βγαίνει
ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί του
ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ' ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια της γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μιὰ παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.

Θὰ 'λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ' ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀκούσεις
ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ' ἀνάμεσό μας∙
τόσα περίπλοκα τέρατα, ποὺ δέ μας ἀφήνουν νὰ στοχαστοῦμε
πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πάλεψε
μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ μὲ τὸ σῶμα.

Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας∙ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ ξύλινο ἄλογο
καὶ oἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πὼς ἔρχεται νὰ μ' ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω κι ἐγὼ
ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μου Τροία.

Γιατί μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ Ἐρωτόκριτου,
μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια∙
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας
τὴν ἀντίδικη μοῖρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ σου φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νά 'σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρνητος σὰν
τ' ἄχερο στ' ἁλώνι.

Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στὰ
στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθαμένους,
ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ ἀπομέναν.

Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμάσουν ἂv ἦταν
καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γοργόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα στὴν
καρδιὰ τοῦ χειμώνα.


















υστερόγραφο: γιάννη μου το μαντήλι σου
πολλές οι εκδοχές,όπως πολλές οι ξενιτιές..





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου