Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

μια βροχή θα μας σώσει [;]

να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά    με ανωτερότητα
                                                 οδ. ελύτης


Il pleure dans mon coeur
Comme il pleut sur la ville ;

Paul Verlaine
Βρέχει μες στην καρδιά, όπως βρέχει στην πόλη
(απόδοση Στρ. Πασχάλης)



"ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας"
Οδ. Ελύτης

Πλύστρα του ουρανού, στύψε τα ρούχα σου
στύψε τα σύννεφα, διψάω σήμερα.
Να πέσει μια βροχή, έλα γριά βροχή
ξέπλυνε τα κρίματά μου.

Κάθε σταγόνα σου ένα γλυκό φιλί για τα βλέφαρα.
Καλά που θα 'τανε να ξεκαθάριζε,
ν' άλλαζε η ζωή, μόνο με μια βροχή.

Πες μου γριά βροχή απ' όσους ξέπλυνες
ποιοι ξανάρθαν λεκιασμένοι
ζητώντας γι άλλη μια, γι’ ακόμα μια φορά, να τους λυπηθείς.

Πλύστρα τ' ουρανού να μ' έχεις κατά νου
όταν μαραίνομαι, όταν παιδεύομαι.
Να πιάνεις τ’ άπλυτα απ’ το κατάλυμα, των αμέτρητων αστέρων
για τη μπουγάδα σου να στάζει η βροχή, μες στα σωθικά.
                             θαν. παπακωνσταντίνου


Ποιήματα για τη βροχή στον Λόγο παράταιρο

Ο θάνατος του νερού

Αν δεις στον ύπνο σου, μια νύχτα με βροχή, φωτιά να καίει, είν' η καρδιά μου που στενάζει μοναχή και σιγοκλαίει. Ετσι διατυπώθηκε από τους ποιητές. Διότι κάποτε η βροχή ήταν το ηχείο των συναισθημάτων. Οταν έβρεχε, δεν μπορούσες να τα παραγνωρίσεις.

Σαν να επρόκειτο για την εκπνοή ενός στοιχείου που μετέφερε την οργανική προϋπόθεση της ζωής, ο κάθετος θάνατος του νερού ήταν πάντα ένας ύμνος στη διάρκεια που χάνεται και στη μονότονη ανακούφιση αυτής της απώλειας. Οπως όλες οι ζωές, όπως όλες οι εκδηλώσεις θυσίας, έτσι και η ζωή της βροχής έσβηνε χάριν της γονιμότητας. Οπως όλοι οι σπόροι, το νερό έπρεπε να πεθάνει για να ανακυκλωθεί σ' έναν κόσμο που το ονειρευόταν. Η βροχή έφτανε για ν' αναγγείλει τον πτωτικό χαρακτήρα κάθε δημιουργίας, μας δίδασκε πως οτιδήποτε υψώνεται, υπακούει ταυτόχρονα στην κλήση μιας καθόδου που το ρευστοποιεί για να το ζωογονήσει εκ νέου. Μ' άλλα λόγια, η βροχή ήταν η πεμπτουσία της επανάληψης του θανάτου που ρυθμίζει όλους τους κύκλους ζωής. Το θρόισμά της στη λαμαρίνα τραγούδησε τον νόμο αυτού του παράδοξου.
Να βλέπεις στη βροχή μιαν απρόσωπη εκδήλωση των στοιχείων, να πιστεύεις πως η βροχή είναι απλώς νερό που πέφτει, ήταν μέχρι πρότινος μικροψυχία. Στον ήχο της ο άνθρωπος αναγνώριζε τον θρίαμβο ενός απ' τα θεμελιακά νοήματα, της πλησμονής που εκχυλίζει σαν δωρεά, του μάννα εξ ουρανού, ακόμη και του από μηχανής θεού. Ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο οτιδήποτε αγαθό προέρχεται «από ψηλά», έβρισκε ανέκαθεν, στη βροχή, την ιδεώδη κατάφαση· η βροχή ήτανε στεναγμός εκπληρούμενης προσδοκίας.

Ο ουρανός έδινε λόγο στην ομορφιά αλλά και στη ματαίωση, ενώ η γη παρέμενε ο τόπος της πραγμάτωσης, της επαλήθευσης. Η βροχή ανακούφιζε τη γη απ' το βάρος του πραγματικού. Ο ήλιος μας έκανε ερωτιάρηδες ή παράλογους, η βροχή καθησύχαζε τα πνεύματα, ήταν μαλακτική, κατευναστική, θεραπευτική. Το φως της υπήρξε γαλακτερό. Ηταν ένας ύπνος πάνω στα πράγματα, και σαν τέτοια τους επέτρεπε να κοιτούν δίχως ταραχή, πίσω απ' την κουρτίνα και τους υδρατμούς, τη σκηνή μιας δοκιμασίας εξ υποθέσεως παροδικής. Η βροχή ήταν το ον εκείνο που ξαγρυπνούσε για να ονειρευόμαστε το θάνατο με τρόπο ειρηνικό. Οι χειρονομίες της δεν απέπνεαν καμιάν οξύτητα, θύμιζαν βάλσαμο, θωπείες, μουσικές γέφυρες ανάμεσα σε ήπιες εντάσεις.
Η βροχή υπήρξε ο θυρωρός της ευτυχισμένης παιδικότητας, περιβαλλόταν απ' τους θρύλους των Χριστουγέννων, τη μυρωδιά των κυπαρισσιών, τα σαλιγκάρια και τα πετάγματα των ελαφιών στην ομίχλη. Το παιδί συνέλαβε εκεί τις πρώτες απορίες. Κατανόησε τη διαφορά κι ότι καμιά καλοκαιρινή υπερβολή δεν θα μπορούσε να διεγείρει το βλέμμα αν δεν είχε προηγηθεί ο χειμώνας με το μισόφωτο, οι αστραπές, οι λιτανείες της υγρασίας. Ζήσαμε όλοι, πριν από καιρό, μια εποχή που τη νανούριζαν οι αντιθέσεις.

Μέσα στο παιδί, η βροχή διασκέδαζε την αγωνία του χρόνου, διότι ο χρόνος γινόταν φιλικός, κουλουριαζόταν γύρω του και άκουγαν μαζί τον μονόλογο του νερού στα παραθυρόφυλλα. Το παιδί διασκέδαζε την αγωνία από την εναλλαγή των εποχών με το παιγνίδι που ονομάζεται κινέζικο πορτρέτο αφού, αν η βροχή ήταν γυναίκα, θα ήταν η μάνα του, εκείνη τη στιγμή. Διασκέδαζε δηλαδή τη βιασύνη της μεταμόρφωσης των πραγμάτων με την εντύπωση μιας παρουσίας στην οποία μπορούσε κάλλιστα να επιστρέψει με την πρώτη δυσκολία. Η βροχή γαλήνευε και γαληνευόταν. Οταν άγγιζε τη σφοδρότητα της καταιγίδας, προσελάμβανε το χαρακτήρα μιας φύσης μαστιγωτικής αλλά ποτέ εκδικητικής, ορμούσε πάνω στην υλικότητα του κόσμου αλλά με τρόπο ποτέ χαιρέκακο. Η βροχή ήταν η διαυγής ορατότητα σε ώρα μελαγχολίας. Η λύπη της για κείνο που πεθαίνει ποτέ δεν γινόταν κατάθλιψη, πάντοτε έμενε στον ρεμβασμό και τον μετέδιδε σαν βύθιση στο αόρατο.

Αυτή η βροχή δεν υφίσταται πια, ακριβώς όπως δεν υφίσταται το καλοκαίρι, απορροφημένο απ' τις διεκπεραιώσεις του τουριστικού τομέα. Στην εξαφάνιση των συμβολισμών της βροχής επιφυλάχθηκε μια μοίρα ακόμη πιο άδικη, γιατί μπορεί η βροχή, η όξινη βροχή της τρίτης χιλιετίας, να βλάπτει όσο και ο ήλιος, όμως αυτή, επιπλέον, μπορεί να σε πνίξει κυριολεκτικά με τον ρεαλισμό της. Εισβάλλει στα υπόγεια και αναγκάζει τη φτώχεια να βγει στο δρόμο, δηλαδή εκεί απ' όπου ήρθε και να δείξει στις κάμερες την ώς τότε καμουφλαρισμένη προσωρινότητα των επίπλων. Τέσσερα και μισό εκατομμύρια άνθρωποι που κατέληξαν να ζουν στο Λεκανοπέδιο με τη νοοτροπία του πρόσφυγα, φοβούνται τώρα την τιμωρία. Η βροχή ξυπνάει την ανάμνηση της γενοκτονίας.

Εχοντας φορτιστεί μ' αυτή τη μιασματική φιλαλήθεια, η βροχή γίνεται αληθινό μίασμα η ίδια κι έτσι οι μεταφορικές της χρήσεις στη γλώσσα παύουν να είναι μεταφορές. Τώρα κυκλοφορούν στον λόγο σαν κυριολεξίες. Για παράδειγμα, η βροχή των καταγγελιών, η βροχή των παραπόνων, η βροχή των σκανδάλων, όλες αυτές οι βροχές είναι ό,τι το δηλητήριο που πέφτει στις στέγες μας, διότι το βρόχινο νερό άρχισε ήδη να ισοδυναμεί με καταγγελία, με παράπονο, με σκάνδαλο. Δεν υπάρχει πια φιλική πτώση, ό,τι πέφτει πέφτει για να μας συντρίψει.
                                               του Ευγένιου Αρανίτση,
                                 Παράδοξα, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία,   31/08/2003    


   Τα πάθη της βροχής

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
                                    κική δημουλά

                                                                   

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Σεξισμός - στερεότυπα (ενότητα "τα φύλα στη λογοτεχνία")

       Βίντεο (2014): «Σε βίασαν; Φταις κι εσύ!»

Έχεις ντυθεί προκλητικά και έχεις πιεί; Τότε φέρεις ευθύνη αν κακοποιηθείς σεξουαλικά! Είναι το μήνυμα που στέλνει σε νεαρά κορίτσια βίντεο της ουγγρικής αστυνομίας. Οι αντιδράσεις είναι έντονες.
Το βίντεο ξεκινά ανώδυνα. Τρία νεαρά κορίτσια πίνουν, έχουν ντυθεί κάπως προκλητικά και είναι βαμμένα. Διασκεδάζουν σε ένα κλαμπ, φλερτάρουν με αγόρια, χορεύουν και πίνουν. Σε μια στιγμή όμως βλέπουμε ένα από τα κορίτσια σε ένα σκοτεινό σοκάκι. Τα ρούχα της σκισμένα, το βλέμμα απλανές. «Μπορείς να κάνεις κάτι για να προλάβεις όλα αυτά», διαβάζουμε στην οθόνη.
Το βίντεο της αστυνομικής αρχής της πόλης Πεκς στη νότια Ουγγαρία θέλει να προειδοποιήσει και ταυτόχρονα να ευαισθητοποιήσει. Όμως οι αντιδράσεις στα ουγγρικά μέσα ενημέρωσης είναι έντονες. Γυναικείες οργανώσεις ασκούν κριτική. Αρκετές από αυτές μάλιστα ζήτησαν από τις αρχές να αποσύρουν το βίντεο και να σταματήσουν την προβολή του στα σχολεία. Θεωρούν ότι στιγματίζει τα θύματα της σεξουαλικής κακοποίησης ως θύτες. Πιστεύουν ότι εκφράζει μια ακραία και συντηρητική ματιά στην κοινωνία. Ακόμα και οι άνδρες εμφανίζονται ως πιθανοί βιαστές. Μια εικόνα, υποστηρίζουν, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Το βίντεο προκαλεί αντιδράσεις και στη Γερμανία. «Αποδίδει στα θύματα βιασμού ευθύνη κατακρίνοντας την συμπεριφορά τους», λέει στην DW η Μπίρτε Ρόλες από την οργάνωση Terres des Femmes. «Δυστυχώς τέτοιου είδους απόψεις είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες και δεν παρατηρούνται μόνο στην Ουγγαρία, συνεχίζει η γερμανίδα ακτιβίστρια. Καταβάλλεται η προσπάθεια να ευαισθητοποιηθούν πιθανά θύματα για να προστατευθούν εγκαίρως από τους κινδύνους. Απουσιάζει όμως η πρόληψη και η προσέγγιση εν δυνάμει θυτών»..
Αναπαραγωγή στερεοτύπων
»Το βίντεο δίνει την εντύπωση ότι οι περισσότεροι βιασμοί συμβαίνουν νύχτα, στο δρόμο, έξω από κλαμπ, συνεχίζει η Μπίρτε Ρόλες. Ενώ γνωρίζουμε ότι η σεξουαλική κακοποίηση είναι φαινόμενο που παρατηρείται συχνότερα μέσα σε μια σχέση, στο φιλικό περιβάλλον, μέσα στο σπίτι του θύματος και όχι στο δρόμο. Η λανθασμένη αυτή εκδοχή διαδίδεται από την ίδια την αστυνομία, η οποία θα έπρεπε να γνωρίζει τα στατιστικά στοιχεία».
Προς το παρόν ούτε η αρμόδια αστυνομική διεύθυνση, ούτε καν η περιφερειακή αστυνομική διοίκηση έχουν λάβει θέση στο βίντεο. Η δυνατότητα σχολιασμού κάτω από το βίντεο στο youtube και το facebook είναι απενεργοποιημένη……
                                   Πηγή: Sabrina Pabst / Στέφανος Γεωργακόπουλος, ιστοσελίδα www.dw-de

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

μαργαριτάρι σε ενδοσχολικές εξετάσεις

                     Ιστορία γ' γενικής παιδείας



ερώτηση: να δώσετε ορισμό του "Ψυχρού Πολέμου"

απάντηση: "Ψυχρός πόλεμος είναι ο πόλεμος του 1940 στις παγωμένες και χιονισμένες βουνοκορφές. Λέγεται ψυχρός γιατί είχε πολλούς νεκρούς δηλαδή πολλά θύματα των Γερμανών που σκοτώναν χωρίς έλεος όποιον  βρισκόταν μπροστά τους ή τους περιφρονούσε".

              [ αποκλίνουσα-δημιουργική σκέψη...;;]

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

ανατρεπτικό πεντάλ

             Απαγορευμένο ποδήλατο
"Πρώτη ταινία που γυρίζεται στη Σαουδική Αραβία - μία χώρα που εδώ και 30 χρόνια έχει απαγορευθεί η λειτουργία κινηματογράφων. Πρώτη ταινία με σκηνοθέτη γυναίκα σε μία χώρα που, όπως λέει και η διευθύντρια του σχολείου της Γουάντζα, «η φωνή της γυναίκας δεν πρέπει να ακούγεται γιατί είναι αυτό που την εξευτελίζει». Πρώτη ταινία όπου η μικρή της ηρωίδα και η ιστορία της δεν προκαλεί απλά τα όρια της σεξιστικής μουσουλμανικής ηθικής, αλλά και της θεσπισμένης νομοθεσίας: οι γυναίκες δεν ψηφίζουν, δεν οδηγούν (ούτε ποδήλατο, ούτε αυτοκίνητο), δεν τους επιτρέπεται να δουλέψουν παρά σε συγκεκριμένες θέσεις, δεν καταγράφονται στο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειάς τους, δεν αντιμιλούν, δεν μιλούν, δεν πρέπει να φαίνονται στους άντρες. Δεν υπάρχουν. Χαρακτηριστικά, η σεναριογράφος και σκηνοθέτης Χαϊφά Αλ-Μανσούρ γύρισε τις εξωτερικές σκηνές της ταινίας κρυμμένη μέσα σε αυτοκίνητο, με ακουστικά και μικρόφωνο, για να μην προσβληθούν οι περαστικοί βλέποντάς την να δίνει οδηγίες σε άντρες." (ολόκληρη η κριτική εδώ )



Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

ψηφιακός Πλάτωνας

Εγκυκλοπαίδεια του Πλάτωνα σε τρεις εκδοχές (για δημοτικό - γυμνάσιο- λύκειο)
 από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού: ΕΔΩ

           Βίντεο με τη ζωή και το έργο του

         
Ο μύθος της πτερόεσσας ψυχής. Πλάτων, Φαίδρος ή Περί έρωτος.


Δίκαιο: ένας διάλογος για τη δικαιοσύνη βασισμένος στην Πολιτεία του Πλάτωνα


                 Πλάτων, Συμπόσιο

      Η αλληγορία του σπηλαίου. Πλάτων, Πολιτεία


Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

εναλλακτική προσέγγιση θέματος: μαζοποίηση

Παρουσίαση όπου αξιοποιούνται εικόνες, ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ.

Στόχος η βιωματική- διερευνητική προσέγγιση. 



βήματα προσέγγισης

1. με αφορμή το βίντεο,
    προσπάθεια να δοθεί ορισμός στη μαζοποίηση,
   να συζητηθούν οι αιτίες [χειραγώγηση και κομφορμισμός]
   και οι τρόποι αντίστασης [ατομικά-συλλογικά,ρόλος παιδείας,τίμημα αντικομφορμισμού]

   μικρή στάση: ''σχολείο και μαζοποίηση'', 
     με αφορμή ένα ποίημα του καβάφη[σχετικό με τη μαζοποίηση]
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική. 


                                   

2.αναζήτηση στοιχείων μαζοποίησης στις ακόλουθες εικόνες:

















3. μικρή στάση στο έργο του γ. γαϊτη

4. δοκίμιο Παπανούτσου: η δύναμη της μάζας
     μικρή στάση: βίντεο με το πείραμα του Asch
                                         

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

''Fortuna vitrea est'', μια ψαγμένη μαθητική ταινία

Fortuna vitrea est :tum cum splendet frangitu.
μτφρ: Η τύχη είναι γυαλί: εκεί που λάμπει, θρυμματίζεται
Publilius Syrus, 1ος μ.Χ αιών., Ρωμαίος γνωμικογράφος

               6ο ΓΕΛ Καβάλας                    

         Η ταινία μπορεί να αξιοποιηθεί:

--στο μάθημα της Γλώσσας Α' Λυκείου [ σχέσεις εφήβων- ενηλίκων, χάσμα γενεών],

--στη Φιλοσοφία Β' Λυκείου
[είτε στην εισαγωγή στη Φιλοσοφία,
είτε στο κεφ. 6. περί ηθικής "Αξιολογώντας την πράξη", ειδικότερα για κατανόηση του "ντετερμινισμού")

--σε διαθεματική προσέγγιση: Φυσική- Φιλοσοφία-Θεολογία...


Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

πινόκιο




ΠΡΟΣΩΠΟΚΡΑΤΗΣΗ
Εκείνο το τόσο εργατικό και εφευρετικό και πολύ καθωσπρέπει κτλ. κτλ. γεροντάκι, ο Τζεπέτο ο, ας τον πούμε έτσι, πατέρας του Πινόκιο, πήρε λοιπόν μια μέρα δυό τρείς σανίδες, λίγη κόλλα κι ένα πινέλο, κι έφτιαξε ένα παιδάκι που ζωντάνεψε και άρχισε να μιλάει, και που, αντί, ο ηλίθιος, να το λατρέψει παράφορα, αντί να τό 'χει μη στάξει και μη βρέξει, αντί να το πονέσει σαν την ίδια του τη σάρκα, και αντί να το κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά του και με την καρδιά του να δακρύσει κοιτώντας το στα μάτια, τέλος αντί να περιμένει να γίνει δώδεκα χρονώ και να το παρουσιάσει στο Ναό για να μιλήσει στους ιερείς- εν ολίγοις: αντί να πέσει γονυκλινής και νυχθημερόν να ευγνωμονεί τον Θεό γι'αυτή την υπέρ-καταπληκτική εύνοια, άρχισε να γκρινιάζει και να μεμψιμοιρεί με αιτιολογικό οτι το παιδί έλεγε ψέματα. Ακολούθησαν οι γνωστές συνέπειες. 
     Ευγένιος Αρανίτσης, ''Ιστορίες που άρεσαν σε μερικούς ανθρώπους που ξέρω''
Ο απαγορευμένος Πινόκιο

του Αρη Μαλανδράκη

«...Οταν κλαίνε οι νεκροί, είπε ο Κόρακας, αυτό σημαίνει πως

βρίσκονται στο δρόμο της θεραπείας. Λυπούμαι που θα διαφωνήσω

με τον λαμπρό συνάδελφο και φίλο, είπε η Κουκουβάγια. Μα εγώ

νομίζω πως όταν κλαίνε οι νεκροί, δεν έχουν διάθεση να πεθάνουν!»

(Κάρλο Κολόντι, «Πινόκιο» - κεφ. 16).


Σχέδιο από τον πρώτο Πινόκιο, που ξεκίνησε πριν από 112 χρόνια και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Giornale dei Bambini».

Και η ταινία του Ρομπέρτο Μπενίνι, όπως και το αντίστοιχο καρτούν του Ντίσνεϊ παλαιότερα, κράτησαν καλά κρυμμένη τη σκοτεινή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο πρωτότυπο κείμενο του Πινόκιο. Το διάσημο παραμύθι του Κάρλο Κολόντι αντιμετώπισε πολλά εμπόδια και διώξεις εξαιτίας της.

Η ιστορία του Πινόκιο ξεκίνησε πριν από 122 χρόνια, όταν ο Κάρλο Κολόντι (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κάρλο Λορεντζίνι) έστειλε μια περίληψη του παραμυθιού στο περιοδικό «Giornale dei Bambini», όπου και άρχισε όντως να δημοσιεύεται. Η πρώτη εκδοχή ολοκληρώθηκε σε 15 κεφάλαια και είχε τραγικό φινάλε: ο Πινόκιο απαγχονιζόταν από τους δύο ληστές και ο γερο-Τζεπέτο πέθαινε αβοήθητος στη φυλακή! Η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το δημοσίευμα έπεισε τον Κολόντι να προεκτείνει τη δράση, προσθέτοντας τρία επιπλέον κεφάλαια. Το φινάλε, ωστόσο, παρέμενε εξίσου θλιβερό: τη φορά αυτή ο Πινόκιο τηγανιζόταν σε καυτό λάδι!

Στην πραγματικότητα, ο Κολόντι ενδιαφερόταν ελάχιστα για το χάπι εντ και τα ηθικά διδάγματα που συνοδεύουν τα παιδικά παραμύθια. Προτίμησε να αναφερθεί σε θρύλους της Ιταλίας, ενώ δίνει ιδιαίτερο βάρος στο θάνατο και την προδοσία (ο Τζεπέτο κλείνεται στη φυλακή ύστερα από καταγγελία του Πινόκιο). Για κάποιους κριτικούς, μάλιστα, ακόμα και η περίφημη μύτη που μεγαλώνει αποτελεί προοίμιο των φροϊδικών θεωριών που δημοσιοποιήθηκαν λίγα χρόνια αργότερα! Οι αναγνώστες ξαφνιάστηκαν από αυτό το σκοτεινό αριστούργημα. Το ίδιο και οι εκκλησιαστικοί κύκλοι, που ξεκίνησαν μια σταυροφορία ενάντια στον Πινόκιο και το δημιουργό του. Ετσι ο Κολόντι υποχρεώθηκε να ανασκευάσει πολλά σημεία της ιστορίας του, ενισχύοντας τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του παραμυθιού.

Παρ' όλα αυτά, πολλά «καταραμένα» στοιχεία της αφήγησης διασώθηκαν στην τελική εκδοχή. Ο Πινόκιο προδίδει τον πατέρα του (για να το σκάσει με τους φίλους του), σκοτώνει τον Γρύλλο (για να πάψει να του λέει ενοχλητικές αλήθειες), «φλερτάρει» συνεχώς με τον θάνατο. Ακόμα και η πρώτη συνάντησή του με την καλή νεράιδα αποτελεί κατάδυση στο ζόφο: «...Μια ωραία κοπέλα, με γαλάζια μαλλιά και άσπρο πρόσωπο σαν από κερί, πλησίασε τον Πινόκιο. Είχε τα μάτια κλειστά, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και χωρίς να κουνήσει τα χείλη τού είπε με μια φωνή που έμοιαζε να έρχεται από τον άλλο κόσμο: Σε αυτό το σπίτι δεν υπάρχει κανείς. Είναι όλοι νεκροί. Ανοιξέ μου τουλάχιστον εσύ, κλαψούρισε ο Πινόκιο. Είμαι κι εγώ νεκρή. Νεκρή; Και τότε τι κάνεις στο παράθυρο; Περιμένω το φέρετρο που θα έλθει να με πάρει...».

Το αρχικό κείμενο άλλαξε πολύ, προκειμένου να αποκτήσει ο Πινόκιο το εισιτήριο στην επιτυχία. Ομως η βαθύτερη ουσία του μύθου παρέμεινε αλώβητη: το αξίωμα της πραγματικότητας επιβάλλεται πάντα της αρχής της ευχαρίστησης -για να θυμηθούμε τον (συνομήλικο) Φρόιντ! Ή, όπως το έθεσε ο ιταλός φιλόσοφος Μπενεντέτο Κρότσε: «Το ξύλο από το οποίο σκαλίστηκε ο Πινόκιο είναι η ίδια η ανθρωπότητα».


Ελευθεροτυπία, 7 - 16/03/2003




Αν πει ότι η μύτη του θα μεγαλώσει και δεν μεγαλώσει, τότε θα λέει ψέμματα. Έτσι όμως θα μεγάλωνε η μύτη του επειδή είπε ψέμματα, αλλά ταυτόχρονα είπε και την αλήθεια. Έτσι με αυτή τη φράση, η μύτη του θα μεγάλωνε ακόμα και αν έλεγε την αλήθεια κάτι που μας οδηγεί σε παράδοξο!




Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

τα σπίτια: αξιοποίηση εικόνας στην έκθεση και τη λογοτεχνία

Παρουσίαση που στοχεύει να συνδέσει τα δύο μαθήματα.
Έκθεση: ενότητα της περιγραφής (κτηρίων)
και Λογοτεχνία: ενότητα "παραδοσιακή- μοντέρνα ποίηση":







θα κάτσω σπίτι.. 





ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ
(Λ. Nικολακοπούλου)

Τα σπίτια φυτρώνουν και αυτά
σαν τα λουλούδια
Μαραίνονται και αυτά με τα χρόνια,
σαν τα λουλούδια
Άμα παίζαμε το video της ζωής μας γρήγορα,
θα μέναμε εκστατικοί
Μπαίνεις για πρώτη φορά στο σπίτι σου αγκαλιά
στα χέρια, μόλις γεννιέσαι
Βγαίνεις μετά, αγκαλιά
στα χέρια ή με το καρότσι
Μετά με τα παπούτσια σου, τα πρώτα
Μετά με ένα παιχνίδι στο χέρι και έναν σκούφο μέχρι τα μάτια
Και το άλλο χέρι στο χέρι των γονιών
Μετά κρατάς μία σάκα
Μετά μόνο τα κλειδιά και ένα πουλόβερ
«Που ήσουνα τόσες ώρες»;
«Άσε με μάνα!»
Και από εκεί και μετά όλο και κάτι κρατάς
Την πρώτη σου βαλίτσα για την εκδρομή
Τον πρώτο σου έρωτα, τον φέρνεις σπίτι όταν λείπουν οι δικοί σου
Μετά κρατάς το παιδί σου,
εσύ και το φέρνεις
Μετά κρατά τους δικούς σου, που μεγάλωσαν
και τους πας όπου θέλουν
Μετά κρατάς το στόμα σου κλειστό και λες λίγα
Μετά κρατάς τα έπιπλα για να περπατήσεις
Όλα από μία πόρτα
Περνάνε, όλα περνάνε
Η ζωή η ίδια είναι ένα πέρασμα
Περνάς καλά; Να περάσεις καλά!
Περαστικά, περαστικός
Περαστικός ήμουν
Έτσι έπρεπε να λέει ο έρωτας όταν έρχεται
και σε βρίσκει
Απροειδοποίητα και εμείς του λέμε περάστε



Τ σπίτι πο γεννήθηκα
(Κωστής Παλαμάς)
Τ σπίτι πο γεννήθηκα κι ς τ πατον ο ξένοι,
στοιχει εναι κα μ προσκαλε· ψυχή, κα μ προσμένει.
Τ σπίτι πο γεννήθηκα διο στν δια στράτα
στ μάτια μου λο ψώνεται κα μ᾿ λα του τ νιάτα.
Τ σπίτι, ς το νοθέψανε τ σχμα κα τ χρμα·
κα νόθευτο κα χάλαστο, κα μ προσμένει κόμα.
      

Τ σπίτι κοντ στ θάλασσα
(ΓιώργουΣεφέρη)
Τ σπίτια πο εχα μου τ πραν. τυχε
νά᾿ ναι τ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμο ξενιτεμο
κάποτε κυνηγς βρίσκει τ διαβατάρικα πουλι
κάποτε δν τ βρίσκει- τ κυνήγι
ταν καλ στ χρόνια μου, πραν πολλος τ σκάγια-
ο λλοι γυρίζουν τρελαίνουνται στ καταφύγια.
Μ μο μιλς γι τ᾿ ηδόνι μήτε γι τν κορυδαλλ
μήτε γι τ μικρούλα σουσουράδα
πο γράφει νούμερα στ φς μ τν ορά της-
δν ξέρω πολλ πράγματα π σπίτια
ξέρω πς χουν τ φυλή τους, τίποτε λλο.
Καινούργια στν ρχή, σν τ μωρ
πο παίζουν στ περβόλια μ τ κρόσσια το λιου,
κεντον παράθροφυλλα χρωματιστ κα πόρτες
γυαλιστερς πάνω στ μέρα-
ταν τελειώσει ρχιτέκτονας λλάζουν,
ζαρώνουν χαμογελον κόμη πεισματώνουν
μ᾿ κείνους πο μειναν μ᾿ κείνους πο φυγαν
μ᾿ λλους πο θ γυρίζανε ν μποροσαν
πο χάθηκαν, τώρα πο γινε
 κόσμος να πέραντο ξενοδοχεο.
                       
Δν ξέρω πολλ πράγματα π σπίτια,
θυμμαι τ χαρά τους κα τ λύπη τους
καμι φορά, σ σταματήσω-
κόμη
καμι φορά, κοντ στ θάλασσα, σ κάμαρες γυμνς
μ᾿ να κρεβάτι σιδερένιο χωρς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τ βραδινν ράχνη συλλογιέμαι
πς κάποιος τοιμάζεται ν ρθε, πς τν στολίζουν
μ᾿ σπρα κα μαρα ροχα μ πολύχρωμα κοσμήματα
κα γύρω του μιλον σιγ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλι κα σκοτεινς δαντέλες,
πς τοιμάζεται ν ᾿ ρθει ν μ᾿ ποχαιρετήσει-

, μι γυναίκα λικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας π λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοσες λεξάντρεια,
π κλειστς πολιτεες σν τ ζεστ παράθυροφυλλα,
μ ρώματα χρυσν καρπν κα βότανα,
πς νεβαίνει τ σκαλι χωρς ν βλέπει
κείνους πο κοιμήθηκαν κάτω π᾿ τ σκάλα.

Ξέρεις τ σπίτια πεισματώνουν εκολα, σν τ γυμνώσεις.



     ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
   (Γιάννη Ρίτσου)
Τά  σπίτια  μας  εναι  χτισμένα  πάνω  σ’  λλα  σπίτια  εθύγραμμα,  μαρμάρινα,
κι  κενα  πάνω  σέ  λλα.  Τα θεμέλια τους
κρατιονται  πάνω  στά  κεφάλια  ρθιων  γαλμάτων, δίχως  χέρια
τσι  σο  χαμηλά,  στον  κάμπο,  κάτω  π’  τίς  λιές,  κι  ν  παγκιάζουν  τά καλύβια μας,
μικρά,  καπνισμένα,  μέ μία  στάμνα  μονάχα  πλάι  στην  πόρτα,
θαρρες  πώς  μένεις  στά  ψηλά,  καί σο  φέγγει  λοτρόγυρα    γέρας
  κάποτε  θαρρες  πώς εσαι  ξω  άπό  τά  σπίτια,  πώς  δέν  χεις
κανένα  σπίτι,  καί πορεύεσαι  λόγυμνος,
μονάχος  κάτω πό  ’ναν  ορανό  τρομαχτικά γαλάζιο    σπρο,
κι  να  γαλμα  καμιά φορά  κουμπ  λαφρά  τό  χέρι  του  στόν  μο  σου




     Τίτος Πατρίκιος
         Το σπίτι
Ι
Το σπίτι όπου πραγματικά μεγάλωσα
ήταν ένα διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο
μιας πολυκατοικίας ίδιας με βαπόρι
σε ύψος ξεπερνούσε όλα τα διπλανά της σπίτια.
Απ’ την ταράτσα εποπτεύαμε την Αθήνα
ή κατεβαίναμε την ώρα του συναγερμού
στο υπόγειο καταφύγιο, εγώ τους το ‘σκαγα
κι ανεβοκατέβαινα με το ασανσέρ
που τότε δεν είχε κανείς συμμαθητής μου.
Όταν τελείωνα με τα μαθήματα, τ’ αρχαία
τα μαθηματικά, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα
ακόμα και το πιάνο, έπαιρνα το ποδήλατο
έκανα βόλτες με πηδηχτή ανάβαση
κι άλλα κόλπα κι ονειρευόμουνα μοτοσακό,
ή πάλι άκουγα μουσική από δίσκους
που έβαζα στο ραδιογραμμόφωνο RCA.
Το διαμέρισμα ήταν μεγάλο, με σαλοτραπεζαρία
γραφείο για τον πατέρα μου, για μένα
κρεβατοκάμαρες χωριστές για όλους
ακόμα και για τη γιαγιά και κάποιους θείους.
Βέβαια δεν ήτανε δικό μας, η πολυκατοικία
ανήκε ολόκληρη σ’ έναν εισαγωγέα χάρτου
όμως εμείς το λέγαμε «το σπίτι μας»
δίχως καθόλου να μας νοιάζει.
Για να τα πεις όλα για ένα σπίτι
πρέπει να χτίσεις ένα πιο μεγάλο από λόγια
και τα πολλά λόγια στην ποίηση δεν χρειάζονται
μα τώρα ούτε κι αυτό με νοιάζει.
ΙΙ
Από το ένα μπαλκόνι του σπιτιού μας
είδα να βομβαρδίζεται ο Πειραιάς, να καίγεται το λιμάνι
τα στούκας πάνω μας βούϊζαν σαν διαβόλοι
από το άλλο, παγωμένοι από φόβο κι από μίσος
είδαμε τις μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών
να μπαίνουν αγέρωχες στην Αθήνα.
Έπειτα η πόλη γέμισε με φαντάρους μας
γύριζαν με τα πόδια από το μέτωπο
έτσι λέγαμε, αλλά μέτωπο πια δεν υπήρχε
ήσαν με τις στολές μισοσκισμένες, τ’ άρβυλα ανοιγμένα
οι ανάπηροι βάδιζαν με πατερίτσες
άλλοι είχαν επιδέσμους στο κεφάλι ή στο χέρι.
Και ήρθε εκείνος ο φοβερός χειμώνας
του χιονιά, του λιμού, του θάνατου μες στους δρόμους
κάθε πρωί για νά μπω στο σχολείο μου
έπρεπε να δρασκελίσω δυό-τρεις πεθαμένους
την νύχτα κούρνιαζαν στην πόρτα της αυλής
όπου κοκάλωναν από το κρύο και την πείνα.
Όταν οι Γερμανοί άρχισαν το ξεκλήρισμα των Εβραίων
κάποιοι έκρυψαν τον Εβραίο σπιτονοικοκύρη μας
μαζί με τον αδελφό και τον πατέρα του
κανένας δεν τους πρόδωσε ποτέ.
Εμείς, όπως κι οι άλλοι ένοικοι των πέντε ορόφων
πληρώναμε κανονικά το νοίκι κάθε μήνα
το μειωμένο πάντως λόγω ενοικιοστασίου
κανείς ποτέ δεν το παρέλειψε.
Τα σπίτια αν δεν γκρεμιστούν από βομβαρδισμό
αν δεν καούν, δεν πέσουν από σεισμό
κρατάνε περισσότερο από τους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι αν δεν σκοτωθούνε στους πολέμους
αν δεν φύγουν πρόωρα από δυστύχημα ή αρρώστια
ζούνε περισσότερες ζωές από τα σπίτια.
Όμως τα σπίτια όσο κι αν κρατήσουν
μένουν βουβά αν δεν υπάρχουν επιζώντες
για να μαρτυρήσουν.
ΙΙΙ
Στο σπίτι αυτό γνώρισα τον πόλεμο, την Κατοχή
τ’ όνειρο της Απελευθέρωσης, τον εφιάλτη του Εμφύλιου
εκεί ένιωσα του έρωτα τους πρώτους παροξυσμούς
του σώματος τις μεταλλαγές, τα πάθη της ψυχής
αναρωτήθηκα αν καν ψυχή υπάρχει
ώσπου πέρασα από τη μια σίγουρη πίστη
σε μιαν άλλη πιο σίγουρη ακόμα.
Εκεί η απόλαυση της ανάγνωσης έγινε αγωνία της γραφής
μαζί και φιλοδοξία να δω ένα ποιήμα μου
δημοσιευμένο σε περιοδικό, έστω νεανικό
ώσπου εγκατέλειψα την ποίηση για να γράφω
με τους συντρόφους που είχα πια αποκτήσει
συνθήματα στους τοίχους, με πράσινη στην αρχή
έπειτα κόκκινη μπογιά, όπου η νέα ζωή
ξεκινούσε μ’ εξαγγελίες θανάτου, με θάνατο
στους κατακτητές, στο φασισμό, στους προδότες
μα κι η παλιότερη που την απορρίπταμε συνεχιζόταν
στα πάρτυ όπου χορεύαμε σφίγγοντας τα κορίτσια
ή σε καμια βόλτα μ’ έναν φίλο στα μπουρδέλα.
Στο σπίτι αυτό, πίσω από λεξικά, μυθιστορήματα, ανθολογίες
έκρυψα παράνομα υλικά, κάποτε και όπλα
εκεί μιά μέρα με κατσάδιασε η μητέρα μου
που είχα πολύ αργήσει για το φαγητό, χωρίς να ξέρει
ότι είχα μόλις γλυτώσει απ’ τον δικό μου θάνατο,
από ‘κεί έφυγα για τις μάχες του Δεκέμβρη
όπου σκοτώθηκαν τόσοι δίπλα και παραδίπλα μου
πάλι στις γειτονιές γύρω από το σχολείο μου,
από ‘κεί όταν «μας πήραν την Αθήνα
μονάχα για ένα μήνα», έτσι τραγουδούσαμε
φύγαμε όλοι μας για το βουνό.
Με τα γεγονότα που αλλάζανε ραγδαία
άλλαζαν όλοι, όσο κι αν νόμιζα πολλές φορές
πως άλλαζα μόνο εγώ.
Μαζί άλλαζαν και τα σπίτια
κάποτε περισσότερο κι απ’ τους ανθρώπους
συνήθως όμως απροειδοποίητα.
ΙV
Όταν γυρίσαμε βρήκαμε το σπίτι μας
λεηλατημένο από ανθρώπους της γειτονιάς
το μισό το είχε καταλάβει ο ιδιοκτήτης
το άλλο μισό ένας αστυφύλακας με τη γυναίκα του
όμως εμείς καταφέραμε να ξαναμπούμε μέσα
με τη φασαρία μας δυσκολέψαμε τη ζωή του ιδιοκτήτη
ώσπου αναγκάστηκε να φύγει, πείσαμε τους άλλους
να κρατήσουν ένα μόνο δωμάτιο, όποιο ήθελαν
ώσπου ένιωσαν ν’ ανήκουν στην οικογένειά μας
ο αστυφύλακας δεν μας κατέδωσε ποτέ.
Το σπίτι ξανάγινε δικό μας, φιλοξενήσαμε φίλους, συγγενείς
από ‘κει ο θείος Γιώργος πήγε στη Χαλκίδα
και τον σκότωσαν, εκεί έφεραν τον πατέρα μου
μ’ ανοιγμένο το κεφάλι όταν τον χτύπησαν στο θέατρο
εκεί κρύψαμε κυνηγημένους, έναν παράνομο
που όταν τον πιάσανε τα είπε όλα στην ανάκριση
από ‘κεί έφτασα νύχτα με συνοδεία στη Μακρόνησο
με πήγαν στην απομόνωση, με ολόγυρα φρουρούς
από ‘κεί με ξανάστειλαν με χειροπέδες στην εξορία.
Σ’ αυτό αργότερα ξενυχτούσα με τους δικούς μου για τις εκλογές
με την ελπίδα πάντα για καλά αποτελέσματα
ή άλλοτε εκείνοι έπαιζαν χαρτιά ως το πρωί,
εκεί σχεδιάζα με φίλους σοβαρά βιβλία και περιοδικά
έκανα πάρτυ σοβαρά κι αυτά, αγωνιζόμουν για το μέλλον
παθιαζόμουν μ’ έρωτες που θα κατέληγαν σε συγκρούσεις,
είχα επιστρέψει πια στην ποίηση, εκεί έγραψα
«στο χαράκωμα της επανάστασης
δεν με διόρισε ποτέ κανείς
κι ούτε μπορεί να μ’ απολύσει».
Την επανάσταση δεν την εγκατέλειψα
τουλάχιστον έτσι νόμιζα, ακόμα κι όταν
δεν υπήρχε πια χαράκωμα, ακόμα κι όταν
υπεράσπιζα το δίκιο κάποιων αντιπάλων της
ή το δικό μου δίκιο απέναντί της,
ακόμα κι όταν με δίκαζαν και με καταδίκαζαν
οι τότε σύντροφοί μου.
Απ’ όσα έζησα εκεί άλλα τα παρακάμπτω
άλλα μου ξεφεύγουν, άλλα όπως όλοι οι συγγραφείς
τ’ ανακαλύπτω ετούτη τη στιγμή που γράφω.
V
Όταν το κατοικήσαμε ήμουνα δώδεκα χρονών
τότε που έμπαινα στις συνεχόμενες φάσεις
της αχαλίνωτης στην αρχή, μετά της λογοκρατούμενης
έπειτα της πολιτικά ελεγχόμενης τρέλας.
Σ’ αυτό με φλόγισαν ιδέες που άλλες έγιναν πράξεις
άλλες πήραν υπόσταση σε γραφτά κάθε λογής
άλλες παραμορφώθηκαν τόσο που με τρομάζουν,
σ’ αυτό ταλαντεύτηκα για καιρό
ανάμεσα στη διακηρυγμένη πίστη
και στην αδιακήρυχτη ακόμα αμφιβολία,
επιθύμησα ταξίδια ως τότε απρόσιτα
καθώς έμενα καθηλωμένος άλλοτε απ’ την αρρώστια
άλλοτε απ’ τις απαγορεύσεις της αστυνομίας
άλλοτε απλώς από έλλειψη χρημάτων,
εκεί αποφάσισα να μην πνίξω άλλο τη φωνή μου
μόνο που η πληρωμή αποδείχτηκε ακριβότερη
απ’ ό,τι ως τότε φανταζόμουν.
Σ’ αυτό ένιωσα πως κάπου με περίμενε
κάτι σημαντικό, κάτι προσωπικό για μένα
που όμως δεν το προλάβαινα γιατί συνεχώς
εμφανίζονταν άλλες προτεραιότητες, καθήκοντα
που φοβόμουν ότι δεν τα εκπλήρωνα όσο όφειλα
αν κι έβλεπα πως οι άνθρωποι γαντζώνονται
στα πόστα και στα γραφεία που αποκτούν
πως οι σύντροφοι εμφανίζονται ή καταργούνται
σύμφωνα με πολιτικές αποφάσεις κι εντολές.
Στο σπίτι αυτό ξεψύχισε ο πατέρας μου, μ’ εμένα
να τρέχω αλλού για φίλους και για κομματικά.
Καθώς ξανασκέφτομαι κι αυτά που λέω
κι αυτά που παραλείπω, αναρωτιέμαι:
Είναι δυνατόν να πίστευα
ή και τώρα ακόμα να πιστεύω
πως είχα πάντα δίκιο;
Όταν το αδειάσαμε, με τη μητέρα μου να κλαίει
πατούσα τα τριανταπέντε, μιαν ηλικία
που γι’ άλλους σταθεροποιούνται τα προσωρινά
γι άλλους ένα-ένα τα σταθερά ανατρέπονται.
Άλλωστε από χρόνια πια είχα πάει στο Παρίσι
όχι για να αυτοεξοριστώ, όπως συνηθίζουνε να λένε,
αφού κανείς δεν εξορίζεται από μόνος του
ούτε για να μ’ απελευθερώσει μια υπέρτερη δύναμη
αφού οι υπέρτερες δυνάμεις σε δυναστεύουν κι άλλο,
αλλά για να λευτερωθώ μονάχος, ν’ αυτοελευθερωθώ,
να πλησιάζω τους άλλους, να τους ακούω, να τους αγγίζω
δίχως να θέτω εκ των προτέρων όρους.
Πράγματα που κατάλαβα κι αυτά ετεροχρονισμένα
όταν άλλαζα συνεχώς σπίτια, δωμάτια, ξενοδοχεία
είτε γιατί το ήθελα, είτε γιατί προλάβαινα να φύγω,
όταν γι’ άλλες αγάπες έκανα στην ποίηση απιστίες
κι εκείνη με περίμενε και με ξαναδεχόταν,
όταν μου έρχονταν επιθέσεις ακόμα κι από φίλους
κι αναγκαζόμουν πάλι με καθυστέρηση, να παραδεχτώ
πως οι φιλίες συχνά τελειώνουν όπως οι έρωτες
με δράματα, ή με πλήξη, ή με αδιαφορία,
όταν η παρατήρηση ανθρώπων και πραγμάτων
με πλούτιζε χωρίς να με γλυτώνει από τις κακοτοπιές
χωρίς να με σώζει από τα στραβοπατήματα,
όταν ένας καινούργιος έρωτας μετάλλαζε
όσα πιο πριν είχα γνωρίσει ή φανταστεί,
μετάλλαζε ακόμα κι αν αντιστεκόμουν,
εμένα τον ίδιο.
Όπως και να ‘ναι γράφω για πράγματα
που έγραψαν γι αυτά χιλιάδες ποιητές,
ας πούμε τώρα για το σπίτι
κι όμως γράφω σαν κανείς γι αυτά
να μην είχε ξαναγράψει.
Αυτή η αθέλητη αφέλεια
μπορεί και να με σώσει.
Όσο για την πολυκατοικία εκείνη
σήμερα στεγάζει μιαν οικονομική εφορία
τα γραφεία της απλώνονται
και στους πέντε ορόφους.