Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

γάμος / προξενιό /προίκα / θέση γυναίκας

  με αφορμή το προξενιό της αρετής [του νεκρού αδελφού]
 και την προίκα από τα μυστήρια της κεφαλονιάς του λασκαράτου    

                                                         σου είπα μάνα..
                                                    ..πάντρεψέ με..

                                    καλά μάνα,κάμε όπως καταλαβαίνεις,μόνο να μην το μάθει ο..
                       και ποιους,λες μάνα, να καλέσουμε στο γάμο;
                                                                                                           

    α γ ά π η ς 
        γ
          ώ
     ν
       ά γ ο ν ο ς ;
       ς                                                           ΝΥΦΕΣ ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΔΙΑΒΑΣΕ ΜΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΥΦΕΣ : ΕΔΩ

          «ὑπανδρεύω τὴν κόρην μου Χαδούλαν...καὶ τῆς δίνω πρῶτον τὴν εὐχήν μου...» [απόσπασμα από τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη ] 

Ἦτον περὶ τὸ πρώτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὁπότε αἱ ἀναμνήσεις ἔρχονται ἐν εἴδει φαντασμάτων. Ἀφοῦ τὴν ὑπάνδρευσαν, καὶ τὴν «ἐκουκούλωσαν», καὶ τὴν ἐπροίκισαν μὲ τὸ σπίτι τὸ ἑτοιμόρροπον εἰς τὸ παλαιὸν ἀκατοίκητον Κάστρον, καὶ μὲ τὸ μποστάνι τὸ χέρσον εἰς τὴν ἀγρίαν βορεινὴν ἐσχατιάν, καὶ μὲ τὸ ἀγριοχώραφον τὸ διαφιλονικούμενον ἀπὸ τὸν γείτονα καὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἡ νεόνυμφος μετὰ τοῦ συζύγου της ἐκατοίκησεν εἰς τὸ σπίτι τῆς ἀνδραδελφῆς της τῆς χήρας, καὶ ἄνοιξε νοικοκυριὸ μὲ μικρὰ πράγματα. Τὸ προικοσύμφωνόν της, ὡς τόσον, ἔγραφε λεπτομερῶς ὅτι τῆς εἶχαν δώσει τόσες φορεσιὲς ροῦχα, τόσα ὑποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, ὅπως καὶ δυὸ χαλκώματα, ἕνα τηγάνι, μίαν πυροστιάν, κτλ. Ἀκόμη καὶ μαχαιροπίρουνα καὶ κουτάλια ἀνέγραφε τὸ προικοσύμφωνον.
Ἡ ἀνδραδελφή, ἀμέσως τὴν Δευτέραν, τὴν ἐπιοῦσαν τοῦ γάμου, τὰ ἐξήλεγξεν ὅλα, καὶ εὖρεν ὅτι ἔλειπον ἐκ τῶν ἐν τῶν καταλόγῳ δυὸ σινδόνια, δυὸ μαξιλάρια, ἓν χάλκωμα, καθὼς καὶ μία πλήρης φορεσιά. Αὐθημερὸν δὲ παρήγγειλε τῆς πενθερᾶς νὰ φέρῃ τὰ ἐλλείποντα. Ἡ ἰδιοτελὴς γραῖα ἀπήντησεν ὅτι «τὰ ὅσα ἔδωσε, εἶναι καλῶς δοσμένα, καὶ εἶναι ἀρκετά». Τότε ἡ ἀνδραδελφὴ ἔβαλε στὰ λόγια τὸν ἀδελφόν της· οὗτος παρεπονέθη εἰς τὴν νεόνυμφον, ἐκείνη δὲ τοῦ ἀπήντησεν: «Ἂν ἀγροικοῦσε τὸ συφέρο του, δὲν θὰ ἐδέχετο νὰ τοῦ γράψουν σπίτι στὸ Κάστρο, ὅπου μόνον τὰ στοιχειὰ κατοικοῦν· καὶ τί τὸν ὠφελοῦν τὰ σινδόνια καὶ τὰ ποκάμισα, ἀφοῦ δὲν ἦτον ἱκανὸς νὰ πάρῃ σπίτι κι ἀμπέλι κ᾿ ἑλιῶνα;»
Κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ ἀρραβῶνος, ἡ Χαδούλα εἶχε δοκιμάσει τῷ ὄντι νὰ σφυρίξῃ κάτι τοιοῦτον στ᾿ αὐτιὰ τοῦ γαμβροῦ. Ἂν καὶ νέα πολὺ ἦτον, ἀλλά, χάρις εἰς τὴν φύσιν κ᾿ εἰς τὰ μαθήματα τῆς μητρός της, τὰ ἑκούσια καὶ τὰ ἀκούσια, εἶχε γίνει πολὺ πονηρή, ἀναλόγως τῆς ἡλικίας της. Ἀλλ᾿ ἡ μάννα της, μυρισθεῖσα τὸ πρᾶγμα, καὶ φοβουμένη μήπως αὐτή, ἡ μικρὴ Στριγλίτσα, καθὼς ὠνόμαζε συνήθως τὴν κόρην της, τοῦ σηκώση τὰ μυαλὰ τοῦ γαμβροῦ, ὥστε νὰ πονηρέψῃ οὖτος νὰ ζητῇ προικιὰ περισσότερα, ἐξήσκησε τυραννικὴν ἐπιτήρησιν ἐπὶ τῆς κόρης καὶ τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ, μὴ ἐπιτρέπουσα τὴν ἐλαχίστην ἰδιαιτέραν συνομιλίαν μεταξὺ τῶν δυό. Τοῦτο ἔκαμνε, προσχήματι μὲν διὰ τὴν σεμνότητα:
- Δὲν ἔχω... νὰ μοῦ σκαρώση κανένα πρωιμάδι... αὐτὴ ἡ Στριγλίτσα! εἶχεν εἰπεῖ.
Βλέπετε, τὴν μεταφορὰν τοῦ ρήματος τὴν ἐλάμβανεν ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα τῆς συντεχνίας. («Σκαρώνω καράβι» ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ «ναυπηγῶ ναῦν»)· ἀλλὰ πράγματι τὸ ἔκαμνε, διὰ νὰ μὴ ἀναγκασθῇ νὰ δώση μεγαλυτέραν προῖκα.
Μίαν ἑσπέραν, τὴν παραμονὴν τοῦ ἀρραβῶνος, ὅτε ὁ γαμβρὸς μετὰ τῆς ἀδελφῆς του εἶχον ἔλθει εἰς τὴν οἰκίαν νὰ συζητήσουν τὰ περὶ προικός, ἐνῷ ὁ γέρων ναυπηγὸς ὑπηγόρευε τὸ προικοσύμφωνον εἰς τὸν Ἀναγνώστην τὸν Συβίαν, ψάλτην τῆς ἐκκλησίας, ὅστις εἶχε βγάλει τὸ ὀρειχάλκινον καλαμάρι του ἀπὸ τὴν ζώνην, τὴν ἐκ πτεροῦ χηνὸς πένναν ἀπὸ τὴν μακρὰν θήκην τοῦ καλαμαριοῦ, τοῦ ὁμοιάζοντος πολὺ μὲ πιστόλαν, καὶ θέσας ἐπὶ τῶν γονάτων τὸ βιβλίον τοῦ Ἀποστόλου, κ᾿ ἐπάνω εἰς τὸ βιβλίον τεμάχιον χονδροῦ χαρτίου, εἶχε γράψει καθ᾿ ὑπαγόρευσιν τοῦ γέροντος «Εἰς τ᾿ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος... ὑπανδρεύω τὴν κόρην μου Χαδούλαν μὲ τὸν Ἰωάννην Φράγκον, καὶ τῆς δίνω πρῶτον τὴν εὐχήν μου...», ἡ Χαδούλα ἵστατο ἀντικρὺ τῆς ἑστίας, δίπλα εἰς τὴν τέμπλαν –τὴν στήλην τουτέστι τῶν στρωμάτων, παπλωμάτων καὶ προσκεφαλαίων τὴν σκεπαστὴν μὲ μεταξωτὴν σινδόνα, καὶ ἐπιστρεφομένην μὲ δυὸ τεραστίας προσκεφαλάδας– ἀκίνητος καὶ καμαρώνουσα, κατὰ τὸ φαινόμενον, ὅπως ἡ τέμπλα... ἀλλ᾿ ὅμως ἔνευε κρυφά, ἀνυπομόνως, καίτοι μὲ μεγάλην προφύλαξιν, ἔνευεν εἰς τὸν ἀρραβωνιαστικόν, ἔνευεν εἰς τὴν ἀνδραδελφήν, νὰ μὴ δεχθῶσιν ὡς προῖκα «σπίτι στὸ Κάστρο» καὶ «χωράφι στὸ Στοιβωτό», ἀλλὰ ν᾿ ἀπαιτήσωσι σπίτι εἰς τὴν νέαν πόλιν, καὶ ἀμπέλι κ᾿ ἐλαιῶνα εἰς τὴν περιοχὴν τῆς νέας πόλεως.
Εἰς μάτην. Οὔτε ὁ γαμβρός, οὔτε ἡ ἀνδραδέλφη εἶδαν τ᾿ ἀπηλπισμένα νεύματα. Μόνον ἡ γραῖα, ἡ μήτηρ της, ἥτις, ἂν καὶ ἀναγκασμένη ἦτο νὰ στρέφῃ τὰ νῶτα πρὸς τὴν κόρην, διὰ ν᾿ ἀντιμετωπίζῃ φιλοφρόνως τὴν συμπεθέραν καὶ τὸν γαμβρόν, εἶχε καθίσει ὅμως μὲ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε νὰ ἔχῃ μόνον τὴν μίαν πλάτην γυρισμένην πρὸς τὴν νέαν – αἴφνης, ὡς νὰ τὴν ἐπληροφόρησεν ἀόρατον πνεῦμα ὅτι κάτι ἔτρεχεν, ἐστράφη ἀποτόμως πρὸς τὴν θυγατέρα της, καὶ εἶδε τ᾿ ἀπηγορευμένα «καμώματά» της.
Πάραυτα ἐτόξευσε βλέμμα φοβερᾶς ἀπειλῆς πρὸς αὐτήν.
- Ἔ! μωρὴ Στριγλίτσα! ὑπεψιθύρισε μέσα της. Ἔννοιά σου!...κ᾿ ἐγὼ σὲ σῴζω. 
ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΦΟΝΙΣΣΑΣ:

Από τη σειρά εκπομπών της ΕΡΤ για τα εκατό χρόνια από το θάνατο του Παπαδιαμάντη:                                       
          ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΥΓΟΝΙ 
«Μάννα μου, εγώ ΄μαι τ΄ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει», είναι οι δύο πρώτοι στίχοι από το νεανικό ποίημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Προς την Μητέρα μου», γραμμένο πίσω από ένα γράμμα του, το 1874. Η τέταρτη στροφή του ίδιου ποιήματος βρίσκεται και στο μυθιστόρημά του «Η Φόνισσα».
Επεισόδιο: 9 - H γυναίκα στο έργο του Παπαδιαμάντη
Η Μαρία Γκασούκα αναλύει τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών στα έργα του Παπαδιαμάντη. 

   
 διάβασε για το τραγικό στοιχείο στη φόνισσα

ένα πρωτότυπο προξενιό, ξανά από τον Παπ/ντη (η περίπτωση «ανύπανδρος προξενητής για λόγου του γυρεύει»):
 Ο πανδρολόγος





                 ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ [από την ιστοσελίδα του ΕΠΑΛ ΚΑΛΥΜΝΟΥ]
Η Κάλυμνος δεν αποτελούσε εξαίρεση όσον αφορά τον τρόπο γνωριμίας των μελλονύμφων. Όπως σε ολόκληρη την Ελλάδα, έτσι και στην Κάλυμνο ο γάμος γινόταν συνήθως με προξενιό. Οι γάμοι από αγάπη σπάνιζαν. Συνήθως το προξενιό γινόταν από την οικογένεια του γαμπρού είτε από τη μάνα του είτε από την προξενήτρα. Για να πάει η προξενήτρα στο σπίτι να ζητήσει τη νύφη έπρεπε πρώτα να νυχτώσει. Τότε έπαιρνε το φαναράκι και πήγαινε στο σπίτι της κοπέλας. Όσοι δε τύχαινε να δουν το φαναράκι καταλάβαιναν πως κάποιο "προξένι" θα γινόταν.
Όταν η πρόταση γινόταν κατ' αρχήν αποδεκτή, πριν αρχίσουν οι συνεννοήσεις, αν ο γαμπρός δεν γνώριζε τη νύφη, μέσα στα καθή­κοντα του προξενητή ήταν να φροντίσει να γίνει η «μπρόβα» για να την δει τουλάχιστο από μακριά. Η «μπρόβα» γινόταν συνήθως στην αυλή της εκκλησιάς, μια Κυριακή πρωί ή στον εσπερινό μεγάλης γιορ­τής ή στον περίπατο. Ο προξενητής, που 'ταν μαζί με τον γαμπρό, προσπαθούσε να του δείξει τη νύφη με τρόπο, για να μην την εκθέ­σει. Δεν ενδιέφερε αν θα τον έβλεπε κι η νύφη. Εκείνη θα μπορούσε να τον δει για πρώτη φορά, όταν πια τελειώνανε τα προξενεία.
Αν απ' την «μπρόβα» ο γαμπρός έμενε ευχαρι­στημένος, ο προξενητής προχωρούσε σε συνεννοήσεις με την οικο­γένεια για την προίκα που διέθετε η νύφη σε κινητή και ακίνητη πε­ριουσία. Μεγάλη σημασία δινόταν στα «μετρητά» σε λίρες χρυσές σε εύπορες οικογένειες, τουλάχιστο χίλιες όπως είπαμε και στην αρ­χή. Το σπίτι ήταν απαραίτητο. Η «ξεσπίτωση» ήταν ένα είδος προ­σβολής κι εμπόδιο να βρεθεί γαμπρός.
Παλαιότερα γάμος χωρίς προίκα δεν γινόταν. Η προίκα ήταν η αιτία για να γίνει ένας γάμος αλλά και η αιτία για να χαλάσει.Οσο μεγαλύτερη η προίκα τόσο καλύτερος ο γαμπρός. Φυσικά και στην Κάλυμνο μεγάλο ρόλο έπαιζε η κοινωνική τάξη. Οι κοπέλες με προίκα είχαν πολύ περισσότερες ελπίδες να πάρουν άντρες μορφωμένους.Η προίκα επίσης μπορούσε να κάνει τις μεγάλες να φαίνονται νεότερες. Αν η κόρη ξεπερνούσε τα 20 και δεν είχε ακόμα παντρευτεί (γεροντοκόρη για την εποχή), η οικογένεια προσπαθούσε να βρει αιτία για να καλέσει κόσμο στο σπίτι. Συνήθως έκαναν κόλλυβο για κάποιον που είχε πεθάνει πριν από κάποια χρόνια (5 χρόνια του παππού) και καλούσαν κόσμο στο σπίτι. Φρόντιζαν τότε να ξεσκεπάσουν τη στοίβη, έβαζαν απ’ έξω τα αραχνοΰφαντα και τα μεταξωτά για να φαίνονται και έδειχναν όλα τα καλά του σπιτιού. Π.χ. τα καλά σερβίτσια για να δει ο κόσμος ότι το κορίτσι είναι από καλό και νοικοκυρεμένο σπίτι. Συνήθως δεν περνούσαν πολλές μέρες και έφταναν τα προξενιά.
Η πρωτοκόρη είχε το δικαίωμα να επιλέξει τα περιουσιακά στοιχεία που αυτή ήθελε. Στην πρωτοκόρη πήγαιναν και τα χρυσαφικά της οικογένειας.
Βασικό στοιχείο της προίκας αποτελούσε το σπίτι. Κάθε κοπέλα για να παντρευτεί έπρεπε να έχει έτοιμο σπίτι. Το έθιμο αυτό υπάρχει ακόμα στο νησί. Άλλα στοιχεία της προίκας αποτελούσαν τα χωράφια, οι ελιές, τα χρήματα και φυσικά η στοίβη. Κάποια περιουσιακά στοιχεία βέβαια περνούσαν παραδοσιακά στο γιό, όπως : επιχείρηση, καΐκια, πρόβατα καθώς και τα  βοσκοτόπια.
Μία από τις βασικές φροντίδες της Καλυμνιάς μάνας ήταν να κάνει μεγάλη στοίβη για την κόρη της. Όσο πιο μεγάλη η στοίβη τόσο πιο εύκολη εθεωρείτο η αποκατάστασή της. Ένα από τα κυριότερα παινέματα της προξενήτρας στη μάνα του γαμπρού, ήταν η στοίβη. Η στοίβη βέβαια μπορούσε να αποτελέσει και αιτία να χαλάσει το προξένι. Η στοίβη συζητιόταν πολύ και στη γειτονιά. Τη στοίβη αποτελούσαν: στρώματα, παπλώματα, κουβέρτες, βελέντζες, χράμια, μαξιλάρια και γενικά καθετί που χρησίμευε για το στρώσιμο του κρεβατιού και του σπιτιού. Η Καλυμνιά μητέρα διατηρούσε πολλά από τα δικά της προικιά για να τα δώσει κυρίως στην πρωτοκόρη της. Έτσι τα προικιά περνούσαν από μάνα σε κόρη.
Η στοίβη είχε ξεχωριστή θέση μέσα στο σπίτι. Στην " κατζιά "  η στοίβη είχε τη θέση της πάνω στον κράββατο, τοποθετημένη πάνω σε μια ξύλινη κασέλα, για να τη βλέπει όποιος έμπαινε στο σπίτι. Πάνω στον κράββατο υπήρχε και η πρόχειρη στοίβη με τα ρούχα που χρησιμοποιούσαν για να κοιμάται η φαμίλια. Στα μεγάλα σπίτια στην Πόθια είχε τη θέση της σε ξεχωριστό δωμάτιο κυρίως κοντά σε παράθυρο. Όταν μια κοπέλα έφτανε σε ηλικία γάμου τραβούσαν διακριτικά την κουρτίνα για να φαίνεται.
Το στοίβαγμα της στοίβης χρειαζόταν τέχνη. Τα ρούχα τα τοποθετούσαν με σειρά και τάξη ώστε να δένουν όμορφα τα χρώματα και να είναι στέρεη χωρίς να γέρνει. Κάτω έμπαιναν οι στρώσεις του σπιτιού, πάνω τα στρώματα, τα παπλώματα, ακολουθούσαν οι βελέτζες και τέλος τα χράμια και τα μαξιλάρια. Η στοίβη σκεπαζόταν από πάνω ως κάτω με άσπρη σεντόνα φτιαγμένη ειδικά γι’ αυτό το σκοπό.
Υπήρχαν μέρες που η στοίβη έμενε ξεσκέπαστη όπως σε: γάμο, βαφτίσια, αρραβώνες ή κόλλυβα. Τις παραμονές του αρραβώνα η στοίβη ξαναστοιβαζόταν από γυναίκες έμπειρες και ειδικές. Ήθελε τέχνη να στοιβαχτεί έτσι ώστε να φαίνεται και πιο όμορφη και πιο μεγάλη γιατί το μάτι της πεθεράς εκεί θα πρωτοέπεφτε σαν θα έμπαινε στο σπίτι. Με ιδιαίτερη φροντίδα στοιβάζονταν τα Καλύμνικα χράμια  γιατί αυτό ήταν το καμάρι μιας και χρειαζόταν αρκετός κόπος και χρόνος να γίνουν, κυρίως τα ψιλά. Με ψιλό χράμι τύλιγαν τα μωρά και ακόμα ψιλή ρασσά βάζουν κάτω από το νεκρό, έθιμο που κρατιέται ακόμα. Τα Καλύμνικα χράμια ήθελαν φροντίδα για να διατηρηθούν. Κάθε χρόνο η Καλυμνιά έπρεπε να τα πάει στο γιαλό να τα περάσει με τη θάλασσα για να καθαρίσουν και να μην κόψουν.
Η συμφωνία για την προίκα ήταν έγγραφη, το λεγόμενο προικοσύμφωνο. Γινόταν παρουσία και των δύο οικογενειών, του παπά και του γραμματικού. Στο προικοσύμφωνο αναφέρονταν όλα τα περιουσιακά στοιχεία που θα έπαιρνε η νύφη αναλυτικά. Αναφερόταν επίσης και οτιδήποτε θα έδινε ο γαμπρός. Προίκα ήταν υποχρεωμένα να δώσουν και τα αδέλφια. Ακόμα και αν ήταν μικρά, έταζαν κάτι που έπρεπε όμως να το δώσουν όταν θα μεγάλωναν. Το προικοσύμφωνο υπογραφόταν και από τις δύο οικογένειες και πολλές φορές και από μάρτυρες.
Το παρακάτω είναι μέρος ενός προικοσύμφωνου για να γίνει αντιληπτό πόσο λεπτομερειακά αναφέρονταν τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούσαν την προίκα.Πρώτον, προικίζω εγώ ο ………….. τη θυγατέρα μου……………… τας ευχάς των Αγίων Πατέρων και δεύτερον την ειδικήν μου και τρίτον εικόνας δύο, της Παναγιάς και του Αγίου Χαραλάμπους και το σπίτιον εις το κάστρον και το σπιτάκιον όπου έκτισα όπισθεν της ανιψιάς μου. Στρώματα δύο, πάπλωμα ένα, πεσκίριον εν, σενδόνια δύο, κουτάλια δέκα, τραπεζομανδύλαν μιαν, υποκάμισα δεκαπέντε, αλατζάν έναν μεταξωτόν, ζωνάριον ασημένιον, τρία σεντούκια, δύο σουφράδες, μία σκάφην, έναν τέτζερον και ένα να τον αγοράσω. Όνον αρσενικόν έναν, βόδια δύο, ελαιόδενδρα δύο, μελίσσιον ένα,………………………………………………………………………………………………………
Αφού υπογράφονταν το προικοσύμφωνο, από κει και πέρα «ξεσπούσαν τα προξενεία», κοινολογούσαν το νέο κι οι δυο οικογένειες πρώτα στους άμεσους συγγενείς και στη συνέχεια στους γνωστούς και φίλους. Κι επειδή η κοινωνία του νη­σιού είναι μικρή, το μάθαιναν όλοι κι ήταν το νέο της ημέρας.Ο γαμπρός έστελλε στο σπίτι της νύφης τενεκέδες με χαλβά και τσουβάλι καρύδια, για να τα μοιράσουν στα συγγενικά σπίτια μαζί με την αναγγελία των αρραβώνων που θα ακολουθούσαν.
Ο ρόλος του προξενητή τελείωνε εδώ. Χρήματα δεν έπαιρνε ποτέ. Μονάχα κάποιο δώρο του έδιναν για να τον ευχαριστήσουν. Αν ή­ταν άντρας, πουκάμισο ή παπούτσια, αν ήταν γυναίκα τσεμπέρι, φουστάνι ή παπούτσια μποτίνια. Αν ο προξενητής ευπορούσε, μπορούσε να δοθεί χρυσαφικό στην κόρη του.Ανάλογα πια με την έκβαση του γάμου είτε ευγνωμονούσαν τον προξενητή, είτε είχαν να κάμουν, πούταν η αφορμή για το «προξένι». Μιλούν τα σχετικά δίστιχα.
"Ποιος ήταν ο προξενητής, όπου να ζει στον κόσμο, πούσμιξε το γαρύφαλλο, αντάμα με το δυόσμο. Ποιος ήταν ο προξενητής, ποιος ήταν ο κουμπάρος, να τον φορτώσω μάλαμα, οπούκαμε τον γάμο ή ποιός ήτον ο προξενητής, οπούδωκε το λόγο, που να μυρίσει ο στόμας του, πετρέλαιο και σκόρδο"


πάντα υπήρχαν προξενιά/κι αυτοί που τα χαλούνε..
αρετούσα-ερωτόκριτος [love story και μάλιστα με happy end ! ]
        
        ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ 
         Β. ΚΟΡΝΑΡΟΥ
                 ΜΕ 
ΞΥΛΟΥΡΗ-ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ


                τα θλιβερά μαντάτα


Ήκουσες Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα;

ο Κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα.
Τέσσερεις μέρες μοναχά μου ’δωκε ν’ ανιμένω,
κι αποκείς να ξενιτευτώ, πολλά μακριά να πηαίνω.
Και πώς να σ’ αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω
και πώς να ζήσω δίχως σου τον ξωρισμόν εκείνο;
Εσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Κερά μου,
στα ξένα πως μ’ εθάψασι, κι εκεί ’ν’ τα κόκκαλά μου.
Κατέχω το κι ο Κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύγει.
Κι ουδέ μπορείς ν’ αντισταθείς στα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσσει η όρεξή σου.
Μια χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω:
Την ώρα π’ αρραβωνιαστείς, να βαριαναστενάξεις
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις.
Ν’ αναδακρυώσεις και να πεις: “Ρωτόκριτε καημένε,
τα σου ’ταξα λησμόνησα, τα ’θελες πλιο δεν έναι”.
Και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου,
λόγιασε τα 'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Και πιάσε και τη ζωγραφιά που ’ναι στ’ αρμάρι μέσα
και τα τραγούδια που ’λεγα οπού πολύ σ’ αρέσα.
Και διάβαζέ τα, θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα,
πως μ’ εξορίσανε για σε πολλά μακριά στα ξένα.
Κι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε
και τα τραγούδια που ’βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, κι ότι  καιρόν που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να µη δω, µουδέ ν’ αναντρανίσω.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ’ είδα ποτέ µου,
ένα κερί-ν αφτούµενον εκράτουν, κ’ ήσβησέ µου.
Kάλλιά ’χω εσέ µε Θάνατον, παρ’ άλλη µε ζωή µου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσµον το κορµί µου.




        


         το παράπονο 
                της 
            αρετούσας
Τα λόγια σου Ρωτόκριτε, φαρμάκιν εβαστούσα

κι ουδ' όλπιζα κι ανίμενα τ' αυτιά μου ό,τι σ' ακούσα.
Και πώς μπορώ να σ' αρνηθώ κι α θέλω δε μ' αφήνει
τούτη η καρδιά που εσύ 'βαλες σ' τς' αγάπης το καμίνι.

Κι αμνόγω σου στον ουρανό, στον ήλιο, στο φεγγάρι,
άλλος ογιά γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει.
Και βγάνει από το δαχτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναγμούς του Ρώκριτου το δίδει.
Λέει του: "Να και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,
σημάδι πως ώστε να ζω είσαι δικό μου ταίρι
και μην το βγάλεις από κει ώστε να ζεις και να 'σαι,
φόριε το κι όποια στο 'δωκε κάμε να της θυμάσαι.
Καλλιά θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
παρ' άλλος μόν' ο Ρώκριτος γυναίκα να με πάρει



κλείνει η παρένθεση-πού είχαμε μείνει;

     no money-no happy ends :




















 κων/θεοτόκης : η τιμή και το χρήμα

«Και ξαναγοράζεις» του 'πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας. «και δεν την έχω;» «Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!» ...
«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!»

διάβασε αποσπάσματα απ' τη νουβέλα στη ΒΙΚΙΘΗΚΗ
δες την ταινία ΕΔΩ
διάβασε δύο ενδιαφέροντα διηγήματα του θεοτόκη: 
η παντρειά της σταλακτής
η ζωή του χωριού
κι ένα άρθρο με τίτλο: η τιμή και η ντροπή στο έργο του κ. θεοτόκη

αλλά και το βιβλίο εκπαιδευτικού από το παιδαγωγικό ινστιτούτο κύπρου, με ευσύνοπτη παρουσίαση του έργου και ενδιαφέρουσες δημιουργικές προτάσεις: ΕΔΩ

         κι οι μακρινοί μας πρόγονοι; τα ίδια; 

εκπαιδευτική τηλεόραση :
 Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ


διάβασε το άρθρο της Eva Cantarella :
 
Η θέση της γυναίκας στην Αθήνα της κλασικής εποχής






Κική Δημουλά


ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ
             άγαλμα γυναίκας με δεμένα τα χέρια


Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.


Στολίζεις κάποιο πάρκο*.
Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς πως έχεις ελαφρά ανακαθίσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο που είδες,
πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει τ’ όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σχοινί μαρμάρινο
κι η στάση σου είναι η θέληση σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμάλωτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς
ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου.


Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος*.
Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερίες και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων 
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.


Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,
καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.


Σε λέω γυναίκα
γιατ’ είσαι αιχμάλωτη.

* Στην πλατεία Τοσίτσα στην Αθήνα βρίσκεται το γλυπτό του Κ. Σεφερλή "Η Β. Ήπειρος''
*Άργος : το μυθικό τέρας στο οποίο η Ήρα είχε αναθέσει να κρατάει αιχμάλωτη την Ιώ







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου