Τον Σεπτέμβριο του 1959, ο Κάρολος Κουν, με πλειάδα επίλεκτων συνεργατών (μεταξύ των οποίων ο Μάνος Χατζιδάκις στη μουσική και ο Γιάννης Τσαρούχης στα κοστούμια) σκηνοθετεί και παρουσιάζει στο Ηρώδειο μια διασκευή των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη- στη σκηνοθετική γραμμή που δημιούργησε έκτοτε σχολή, προσθέτοντας δηλαδή ορισμένους αναχρονισμούς στην πιστή μετάφραση. Ανάμεσα στους αναχρονισμούς εκείνους και η μετατροπή του Ιεροφάντη σε χριστιανό παπά. Η παράσταση ήταν κάτι το καινούργιο, ξένισε το εθισμένο στην αρχαιοπρέπεια κοινό που θεώρησε ότι ο Κουν βεβηλώνει, μάλιστα με χυδαίο τρόπο, τα ιερά κείμενα. Ανάμεσα στους εξοργισθέντες και ο συντηρητικός λόγιος υπουργός Προεδρίας της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, Κωνσταντίνος Τσάτσος, που απαγόρευσε τη συνέχιση των παραστάσεων στο Ηρώδειο. Είχε μαζί του τον συντηρητικό Τύπο της εποχής, που την επομένη βοούσε. Τι για «υστερική Ορνιθομανία», έγραφαν, τι για «βεβήλωσι», «Αι Ορνιθες, ένα φιάσκο» έλεγε ένας πηχυαίος τίτλος, ενώ σε άλλο δημοσίευμα τονιζόταν: «Οποιος ανακατεύεται με τον Κουν τον τρώνε οι Ορνιθες». Η ανατρεπτική γραφή του Κουν χαρακτηριζόταν «νόσος που μαστίζει την πνευματική ζωή», ο σκηνοθέτης εγκαλούνταν για «απουσία ευθύνης απέναντι στα ιερά κληροδοτήματα» και οι συντελεστές της παράστασης κατηγορήθηκαν για «ασέβεια», «κυνικότητα», «αδυναμία κατανοήσεως των αρχαίων κειμένων» και, ειδικά ο Χατζιδάκις και για «χυδαιοτάτην μουσικήν»! Μόνο «ΤΑ ΝΕΑ» και «Το Βήμα» κράτησαν στάση αντίθετη στο ρεύμα. Ο σκιτσογράφος των «ΝΕΩΝ», μάλιστα, Φωκίων Δημητριάδης, δημοσίευσε στην εφημερίδα μια γελοιογραφία στην οποία ο Τσάτσος, κρατώντας μια κότα από το λουρί, βρίσκεται μπροστά στο ταμείο του Θεάτρου Τέχνης και ζητάει από τον ταμία Κάρολο Κουν δύο εισιτήρια... Στην Ιστορία δεν έμειναν οι κραυγές των εθναμυντόρων, αλλά μια πρωτοποριακή παράσταση και η γελοιογραφική παρομοίωση του Τσάτσου με κότα, που μολονότι πνευματικός άνθρωπος συντονίστηκε με την αγόμενη και φερόμενη κοινή γνώμη εναντίον της ελευθερίας έκφρασης.
χρειάστηκε τρία χρόνια και γυρίσματα στις επτά ηπείρους για να ολοκληρωθεί, παρακολουθεί τα αποδημητικά πουλιά σε ένα ταξίδι που πραγματοποιούν κάθε χρόνο: αυτό της αναζήτησής τους για επιβίωση
Ο Κολοκοτρώνης
πρωτοπάτησε το πόδι του στη Μάνη, αρχίζοντας η Επανάσταση. Από κει τράβηξε με
Μανιάτες και Μεσσήνιους για την Τριπολιτσά, με σκοπό να την πολιορκήση. Στο
δρόμο, με το πρώτο τουφέκι που κάμανε με τους Τούρκους, ο κόσμος άμαχος κι
άπειρος φοβήθηκε και σκόρπησε. Οι άλλοι καπεταναίοι είπανε στον Κολοκοτρώνη:
― Τι θα κάμουμε πλειά εδώ; Να πάμε κατά το
Λοντάρι (Μεγαλόπολη), να ιδούμε τι γίνεται κι εκείνος ο κόσμος.
― Εγώ δεν πάω πουθενά! είπε ο
Κολοκοτρώνης. Αν θέλετε σεις, τραβάτε. Εγώ θα μείνω ’δω, να με φάνε τα πουλιά
της πατρίδας μου που με ξέρουνε.
Γιάννης
Bλαχογιάννης, Iστορική Aνθολογία
χρωματίζω
πουλιά, χάρτινα πουλιά
και
περιμένω να κελαηδήσουν..
Τ. Λειβαδίτης
Στὴ
νύχτα ποὺἔρχεται...
Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι καθὼς ἡ
γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο
Γρήγορα
πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε
ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε
δέντρα ποὺ διψοῦν οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ᾿
τὴ γῆ
Μᾶς βρίσκουν τ᾿ἀτέλειωτα
καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κάματα.
Οἱἄνεμοι,
τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας.
Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριὲς συννεφιὲς
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε,
ὀρθωνόμαστε
πάντα
ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα
Ὡσότου, φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
-κανεὶς δὲ ξέρει πότε κι ἀπὸ
ποὺ ξεκινᾶ-
μᾶς ρίχνει κάτω
μ᾿ὅλες
μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται
κρυμμένο
-νὰ πεῖ μία τρίλια του στὴ νύχτα ποὺἔρχεται-
ἕνα πουλί.
Μελισσάνθη
ζωγραφιστά πουλιά...
Paul Klee, Τοπίο με κίτρινα πουλιά
Αλέκος Φασιανός, Πουλιά και μέλισσες
Ζακ Πρεβέρ
Πώς να ζωγραφίσετε ένα πουλί
Ζωγραφίστε
πρώτα ένα κλουβί
με μιά πόρτα
ανοιχτή
ζωγραφίστε
μετά
κάτι όμορφο
κάτι απλό
κάτι ωραίο
κάτι χρήσιμο
για το πουλί
βάλτε έπειτα
το μουσαμά απάνω σ' ένα δέντρο
σ' ένα κήπο
σ' ένα πάρκο
ή σ' ένα δάσος
κρυφτείτε πίσω
από το δέντρο
χωρίς μιλιά
τελείως
ακίνητοι ...;
Κάποτε το
πουλί έρχεται γρήγορα
μα μπορεί και
να περιμένει χρόνια
πριν τ'
αποφασίσει
Μην
απογοητευτείτε
περιμένετε
περιμένετε αν
χρειαστεί χρόνια ολόκληρα
το αν έρθει
γρήγορα ή αργά το πουλί
δε θα 'χει
καμιά σχέση
με την
επιτυχία του πίνακα
Όταν φτάσει το
πουλί
αν φτάσει
κρατείστε
απόλυτη σιωπή
περιμένετε να
μπει το πουλί στο κλουβί
κι όταν μπει
κλείστε απαλά
την πορτα με ένα πινέλο
μετά
σβήστε ένα ένα
όλα τα σύρματα
προσέχοντας να
μην αγγίξετε ούτε ένα φτερό του πουλιού
Ζωγραφίστε
κατόπιν το δέντρο
διαλέγοντας το
πιο ωραίο κλαδί του
για το πουλί
ζωγραφίστε
ακόμη το πράσινο φύλλωμα και τη δροσιά του ανέμου
τη σκόνη του
ήλιου
το σούρσιμο
των ζώων στη χλόη μέσα στο κάμα του καλοκαιριού
και μετά
περιμένετε το πουλί να τραγουδήσει
Αν δεν
τραγουδά το πουλί
Είναι κακό
σημάδι
σημάδι πως ο
πίνακας είναι κακός
μ' αν τραγουδά
είναι καλό σημάδι
σημάδι πως
μπορείτε να υπογράψετε
Τραβάτε λοιπόν
πολύ απαλά
ένα φτερό απ'
το πουλί
και γράφετε τ'
όνομά σας σε μια γωνιά του πίνακα.
συλλογή «Paroles» , μετάφραση: Δημήτρης
Καλοκύρης
Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΠΟΛΥ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Χιλιάδες
πουλιά πετάνε προς τα φώτα
Κατά χιλιάδες
πέφτουνε τσακίζονται
Χιλιάδες
τυφλωμένα και νεκρά
Πεθαίνουνε
κατά χιλιάδες
Ο φαροφύλακας
δεν το αντέχει
Ο φαροφύλακας
αγαπάει πολύ τα πουλιά
Και τόσο το
χειρότερο
Εμένα τι με
νοιάζει λέει
Και σβήνει όλα
τα φώτα
Από μακρυά ένα
καράβι φορτηγό βυθίζεται
Το φορτηγό που
έρχεται από τα νησιά
Κι είναι το
φορτηγό πουλιά γεμάτο
Χιλιάδες
πουλιά από τα νησιά
Χιλιάδες
πνιγμένα πουλιά.
"Θέαμα
και Ιστορίες" μετάφρ. Γιάννης Βαρβέρης
Το πουλί -λύρα ή σελίδα
γραπτού
Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν
δεκάξι.
Επαναλάβατε! λέει ο
δάσκαλος.
Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν
δεκάξι.
Μα να το πουλί-λύρα
που περνά στον ουρανό.
Το παιδί το βλέπει,
το παιδί το ακούει,
το παιδί το φωνάζει:
Σώσε με, παίξε μαζί μου,
πουλί!
Τότε το πουλί κατεβαίνει
και παίζει με το παιδί.
Δύο και δύο τέσσερα.
Επαναλάβατε! λέει ο
δάσκαλος.
Και το παιδί παίζει,
το πουλί παίζει μαζί του…
Τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν
δεκάξι
δεκάξι και δεκάξι πόσα
κάνουν;
Δεν κάνουν τίποτα δεκάξι
και δεκάξι
και προπάντων όχι τριάντα
δύο
έτσι ή αλλιώς και
φεύγουν.
Και το παιδί έκρυψε το
πουλί
μες στο θρανίο του
κι όλα τα παιδιά
ακούν το τραγούδι του
κι όλα τα παιδιά ακούν τη
μουσική
κι οχτώ κι οχτώ στη βόλτα
τους φεύγουν
και τέσσερα και τέσσερα
και δυο και δυο
στη βόλτα τους το σκάνε
κι ένα κι ένα δεν κάνουν
ούτε ένα ούτε δύο
ένα ένα το ίδιο φεύγουν.
Και το πουλί-λύρα παίζει
και το παιδί τραγουδάει
κι ο καθηγητής φωνάζει:
Πότε θα πάψετε να κάνετε
τον καραγκιόζη!
Μα όλα τ’ άλλα παιδιά
ακούν τη μουσική
και οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται ήσυχα.
Και τα τζάμια
ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται
νερό
τα θρανία ξαναγίνονται
δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται
ακρογιαλιά
το φτερό ξαναγίνεται
πουλί.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ:
ταινία κινουμένων σχεδίων σε σενάριο του Ζακ Πρεβέρ
Στον ύπνο μου απόψε είδα πάλι πως ήμουνα λέει σοφός.
Οι άνθρωποι γύρω χορτάτοι κοιτούσαν και βλέπανε πως...
κυλούσε γλυκά η ζωή τους...
Αφέντες κακό πουθενά...χιλιάδες παιδιά στα ποτάμια
ψαρεύανε φως στα νερά…Και το πιο περίεργο από όλα :
Φωλιά η βουλή για πουλιά...
Ανδρέας Θωμόπουλος [το τραγουδάει ο Π. Σιδηρόπουλος στην ταινία ''ο ασυμβίβαστος'']
Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις
ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί
να την κατασκευάσει αν δεν του ’χει από μιας αρχής δοθεί;
Οδ. Ελύτης
Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί,
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τα κουρασμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
Πως κοίτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός
τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει
ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πως πετούσε παρασταίνει.
Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μεσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του Σαρλ Μπωντλέρ
Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που
κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ
είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα.
Κ. Δημουλά
Εκρηκτικό πόρισμα, της Κ. Δημουλά
Κυνηγέ,
υποπτεύομαι
γιατί σκοτώνεις τα πουλιά.
Τα
απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι.
Λυτρώσου.
Όλων
μας σχεδόν τα πετάγματα
κάποια
τα βρήκε αζύγιαστη
ή
ζυγιασμένη σφαίρα.
Είτε
σκάρτο νερουλό ήτανε το Ικάριο
κερί
είτε
γιατί ο ήλιος είναι συνεργάσιμος
μονάχα
με τη δύση του
είτε
γιατί κατά την απογείωση εξερράγη
εκρηκτικός
αντίπαλος.
Υπολόγισε
τώρα τι φτερά ταπείνωσε
ενός
κλουβιού το ύψος ότι τάχα
κελαηδούσαν
γήινα καθημερινά
λες
και η ανάγκη υπέργεια να κελαηδήσεις
δεν
είναι γήινη δεν είναι καθημερινή.
Μνημονεύω
χώρια, με ευλάβεια προσευχετική
τα
αυτοκτόνα εκείνα πετάγματα
με
σφαίρα που κρυφά τους επρομήθευσε
του
ακατανόητου η μεγάλη γενναιότης
δεδικαίωται:
η
νεκροψία όλης αυτής της καντεμιάς
έδειξε
πως τα μόνα καλότυχα φτερά
τα
είχε η ματαιότης.
Ηρέμησε
λοιπόν.
Έχω
κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς
μα
δε σκοτώνω άστρα.
Και
αν καμιά φορά από μανία αδέσποτη συμβεί
κάποιο
να σημαδέψω
το
πολύ να κλείσω τον τραυματία κελαηδισμό του
σ'
ένα κλουβάκι στίχου φευγαλέο.
Από τη συλλογή Ήχος Απομακρύνσεων
Πού είναι τα πουλιά;
Στον Μιχάλη
Πιερή
Πού είναι τα πουλιά;
Ατσάραντοι και λιάροι
κι' αητομάχια
συκοφάγοι και
κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και
τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και
καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και
τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και
τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και
σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες
και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και
σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και
τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια και
σβουρίτζια και σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια
και σπίνοι;
Πού είναι ο
κοκκινολαίμης;
Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια
και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες
και σουγλοκόλια
γερατζούλια και
ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και
τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και
τσιλιβίδια και βουτουλάδες;
Πού είναι ο Μολοχτός
κι' ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι ο
Καλαμοκανάς;
Πού είναι οι
συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα
κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι
σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι' οι
χαλκοκουρούνες;
Πού είναιο μπούφος ο
χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο
γκιόνης κι' ο καράπαπας;
Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια
και οι αετοί;
Πού είναι ο Ντρένιος ο
Καλογιάννης και ο Μπέτος;
Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;
Γιώργης Παυλόπουλος
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός,
κ' η μέρα ξημερώνει,
να φανερώσει ο Ρώκριτος
το πρόσωπο, που χώνει.
Εφάνη ολόχαρη η αυγή, και
τη δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τση ξεφάντωσης
κείνη την ώρα δείχνει. […]
Χαμοπετώντας τα πουλιά
εγλυκοκιλαδούσαν,
στα κλωναράκια τω'
δεντρών εσμίγαν κ' εφιλούσαν.
Δυό-δυό εζευγαρώνασι,
ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες, γάμους, και
χαρές εδείχνασι κ' εκείνα.
Εσκόρπισεν η συννεφιά, οι
αντάρες εχαθήκαν,
πολλά σημάδια τση χαράς
στον Ουρανό εφανήκαν.
Παρά ποτέ τως λαμπυρά,
τριγύρου στολισμένα,
στον Ουρανό είν' τα
νέφαλα σαν παραχρουσωμένα.
Τα πάθη πλιό δεν κιλαδεί
το πρικαμένο αηδόνι,
αμέ πετά πασίχαρο, μ'
άλλα πουλιά σιμώνει.
Γελούν τση Χώρας τα
στενά, κ' οι στράτες καμαρώνουν,
του Άλαν Πάρκερ βασισμένη σε μυθιστόρημα του Ουίλιαν Γουόρτον: Ο Μπέρντυ , αέρινος και ολίγον ιδιαίτερος
χαρακτήρας, μια μηχανική ιδιοφυία, θαυμάζει τα πουλιά. Προσπαθεί, σαν σύγχρονος
Ντα Βίντσι, μελετώντας τα να τα «αντιγράψει»... ονειρεύεται να «πετάξει» κι
αυτός με τα αυτοσχέδια φτερά του..
Μελαγχολική ιστορία
Ὑπάρχει
ἕνας φάρος σὲ μία προβλήτα ἐρημική.
Στὴ
ρίζα τοὺ ἕνα λαδὶ παγκάκι.
Πικρὸ
λαδί, στὸ χρῶμα τοῦ καημοῦ.
Ἕνα
μοναχικὸ παγκάκι, σὲ μιὰ μοναχικὴ προβλήτα,
κάτω
ἀπὸ τὸν πιὸ μοναχικὸ φάρο τοῦ στερεώματος.
Ἂν
τύχει καὶ καθίσει ἄνθρωπος ἀπελπισμένος
μπορεῖ
ν’ ἀκούσει, στὴ γλώσσα τοῦ τριγμοῦ τῶν ξύλων,
τὴν
ἱστορία τοῦ σπουργίτη ποὺ μαράζωσε
‘κει
δὰ μπροστὰ ποὺ γίνεται ἁλάτι τὸ νερό,
καὶ
γιὰ τὴν πέρκα ποὺ ἔγειρε τὸ πλουμιστό της σῶμα
στὸ
βυθὸ καὶ πέθανε
ὅταν
διαπίστωσαν τὸ τέλειο ἀδιέξοδο
στὸν ἔρωτα πουλιοῦ μὲ ψάρι. Γ. Θεοχάρης
τ' άγρια πουλιά τα ημερεύω...
θα πάω να φτιάξω μια φωλιά στον ουρανό...
κόνδορας
ο αετός/σύμβολο ελευθερίας της λατινικής αμερικής
και το πέταγμά του...
el condor pasa
το παραδοσιακό τραγούδι που έκαναν διάσημο με τη διασκευή τους οι Simon and Garfunkel