Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Ελληνικά,το τέλος του Θηραμένη: παράλληλα κείμενα

                        " Κριτίᾳ τοῦτ’ ἔστω τῷ καλῷ "
                      αναπαράσταση κότταβου

Σε συσχετισμό με την ειρωνική φράση του Θηραμένη οι μαθητές μπορούν να σχολιάσουν

--τα τελευταία λόγια διάσημων προσωπικοτήτων:  εδώ και  εδώ

--την κατάληξη της απολογίας του Σωκράτη όπως την παραδίδει ο Πλάτωνας  εδώ 

--τις φράσεις που αποδίδονται στον Αθ. Διάκο:

«Ούτε σε δουλεύω [υπηρετώ] πασά, ούτε σ' ωφελώ κι αν σε δουλεύσω»,
«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ να πεθάνω»,
«Για ιδές καιρό που διάλεξε
  ο χάρος να με πάρει
  τώρα π' ανθίζουν τα κλαδιά
  και βγάζει η γης χορτάρι»

Συνειρμικά πάμε στην "Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη" του Σαββόπουλου


''Το τραγούδι αυτό γράφτηκε το ’68, στο Παρίσι, που κάναμε βόλτες στα οδοφράγματα. Ήταν ο Μάης του '68, έτσι; Το τραγούδι ήταν εμπνευσμένο από τον Τσε Γκεβάρα, από την υπέροχη εκείνη αφίσα, όπου βλέπεις έναν όμορφο νέο, με την επανάσταση στα μάτια του, που είναι χαμογελαστός και έχει και ένα πούρο. Για αυτόν το έγραψα, χωρίς να αναφέρεται βέβαια πουθενά το όνομά του, ούτε και κανένα άλλο όνομα μες στο κείμενο του τραγουδιού - στον τίτλο μόνο αναφέρεται ο στρατηγός της Ρούμελης. Λοιπόν, όταν ήρθε η ώρα να το ηχογραφήσω -μιλάμε τώρα το '69- μου λέει ο Πατσιφάς, αυτό δεν πρόκειται να περάσει από τη λογοκρισία, δεν γίνεται. Οπότε έκανα αυτό που καταλάβατε, έβαλα ότι είναι ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, με την πεποίθηση ότι τον στρατηγό της Ρούμελης και γιο της καλόγριας, όπως τον λέγανε τον Καραϊσκάκη, δεν θα τον ενοχλούσε να χρησιμοποιηθεί ως κάλυψη για τον Τσε Γκεβάρα. Αλλά και ο κομαντάντε Τσε, εάν εγνώριζε τον Καραϊσκάκη, πολύ ευχαρίστως θα δεχότανε να καλυφθεί από αυτόν. Χαίρομαι πάντως που το παίζουνε στα σχολεία στην 25η Μαρτίου, είναι ό,τι πρέπει.'' Δ. Σαββόπουλος

--τη φωτογραφία του Ν. Μπελλογιάννη, του "ανθρώπου με το γαρύφαλλο", που κρατούσε στη δίκη του και ενέπνευσε τον Πικάσο:
       

καθώς και τη φράση που είπε στο δεσμοφύλακα:  ''πάμε για καθαρό αέρα,ε;'',
ξημερώματα Κυριακής  που δεν γίνονταν εκτελέσεις:  μηχανή του χρόνου

--τον αποχαιρετισμό "καληνύχτα ντε.." της Μαργαρίτας Περδικάρη του Δ. Χατζή:


    Όταν οι Γερµανοί την τουφέκισαν, στις αρχές του καλοκαιριού του 1944, λίγο πριν την απελευθέρωση, η Μαργαρίτα δεν είχε πατήσει ακόµη τα είκοσι χρόνια της. Το λιγνό κορµί της βάσταξε µ’ απίστευτη αντοχή όλες τις κακουχίες της φυλακής, το στόµα της έµεινε κλεισµένο σ’ όλα τα µαρτύρια που µαθεύτηκε πως της κάνανε. Και στάθηκε µπροστά στο απόσπασµα χαµογελώντας το πικρό χαμόγελο των Περδικάρηδων. Αυτό το τελευταίο για το χαµόγελο τό ’πε ο παπάς, που, µε την απαραίτητη παρουσία του στις θανατικές εκτελέσεις, επικυρώνει, στ’ όνοµα του Καίσαρος, την απόδοση της ψυχής στο Θεό. Ο ίδιος είπε πως, όταν σήκωσαν τα ντουφέκια, η µικρή Μαργαρίτα κούνησε το χέρι της κι είπε ένα ακατανόητο καληνύχτα, µάλιστα δεν είπε καληνύχτα, είπε ακριβώς – “καληνύχτα ντε…”
    Ήταν η πρώτη γυναίκα στη δική µας πόλη που πέθαινε µε τέτοιον τρόπο. Ως τα τότε οι γυναίκες εκεί ξέρανε µόνο να πεθαίνουν αµίλητες στο κρεβάτι ή το στρώµα τους απ’ αρρώστιες κι από γεράµατα, πεθαίνανε πάνω στη γέννα ή τη λεχωνιά τους, από το µαράζι της φτώχειας, της κακής παντριάς ή της ξενιτιάς των αντρών τους και των παιδιών τους – τέτοια πράµατα π’ ο καθένας τα βρίσκει πολύ φυσικά. Αν πεις και για τις γυναίκες των Περδικάρηδων από το δικό τους το σόι, οι γυναίκες των Περδικάρηδων πέθαιναν από γεροντοχτικιό, από κρίσεις νευρικές και καρδιακές –γεροντοκόρες το πλείστον. Τελευταία στο σόι τους η Μαργαρίτα πέθανε κι αυτή ανυµέναια”.
               Δ. Χατζής, Το τέλος της μικρής μας πόλης, Το ροδακιό, Αθήνα 2007


--να σχολιάσουν την εικόνα του ετοιμοθάνατου Φορτίνο Σαμάνο, υπολοχαγού του Ζαπάτα στην Μεξικανική επανάσταση του 1910, ο οποίος στέκεται αγέρωχος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η φωτογραφία αυτή ενέπνευσε τον Θ. Παπακωνσταντίνου να γράψει το ομώνυμο τραγούδι.

«Όταν διάβασα τη λεζάντα της φωτογραφίας ανατρίχιασα. Η στάση του Φορτίνο Σαμάνο δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Ίσως γι’ αυτό με συγκίνησε. Οι τωρινοί άνθρωποι, με τη συμβολή της τηλεόρασης, έχουμε υποστεί δύο σημαντικές ήττες: Από τη μια, έχουμε εθιστεί στον πόνο και στον θάνατο των άλλων –μέχρι και ζωντανή αναμετάδοση πολέμων έχουμε παρακολουθήσει– και από την άλλη, ακριβώς επειδή νομίζουμε ότι είμαστε πάντα στη θέση του θεατή, όταν χτυπήσει την πόρτα μας κάποια συμφορά ή ο ίδιος ο θάνατος ξαφνιαζόμαστε και τρομάζουμε». Θ.Π.
        
Ο στιχουργός δίνει το λόγο διαδοχικά σε τρεις "πρωταγωνιστές": 

Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται:
«Είμαι ότι δεν έζησα, είμαι η βροχή που θα `ρθει
να δροσίσει άγνωστων γυναικών το κορμί.
Βράδυ στα κρεβάτια τους πως στενάζουν ξαναμμένες
ποιος Σαμάνος έφερε τούτη τη βροχή…»

Ο στρατιώτης με τ’ όπλο σημαδεύει και σκέφτεται:
«Με μια κίνηση απλή θα του κλέψω ότι έχει ζήσει
είμαι ένας μικρός θεός, είμαι ένα στοιχειό.
Πάνω από το αίμα του αύριο εδώ την ίδια ώρα
ερπετά θα σέρνονται όπως κάνω κι εγώ…»

Το τελευταίο τσιγάρο κι εκείνο σκέφτεται:
«Θα γίνω γέλιο να κρυφτώ σε παιδιά που ξεφαντώνουν
ο καιρός θα χάνεται ώσπου κάποιο απ’ αυτά
θα φωνάξει «Λιμπερτά!» κι όπως θα κοιτάει τις κάννες
θα βρεθώ στα χείλη του σαν τσιγάρο ξανά…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου