Παρουσίαση που στοχεύει να συνδέσει τα δύο μαθήματα.
Έκθεση: ενότητα της περιγραφής (κτηρίων)
και Λογοτεχνία: ενότητα "παραδοσιακή- μοντέρνα ποίηση":
θα κάτσω σπίτι..
Έκθεση: ενότητα της περιγραφής (κτηρίων)
και Λογοτεχνία: ενότητα "παραδοσιακή- μοντέρνα ποίηση":
σπίτια from πεντάλ σχολικό
ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ
(Λ.
Nικολακοπούλου)
Τα σπίτια φυτρώνουν
και αυτά
σαν τα λουλούδια
Μαραίνονται και αυτά
με τα χρόνια,
σαν τα λουλούδια
Άμα παίζαμε το video
της ζωής μας γρήγορα,
θα μέναμε εκστατικοί
Μπαίνεις για πρώτη
φορά στο σπίτι σου αγκαλιά
στα χέρια, μόλις
γεννιέσαι
Βγαίνεις μετά,
αγκαλιά
στα χέρια ή με το
καρότσι
Μετά με τα παπούτσια
σου, τα πρώτα
Μετά με ένα παιχνίδι
στο χέρι και έναν σκούφο μέχρι τα μάτια
Και το άλλο χέρι στο
χέρι των γονιών
Μετά κρατάς μία σάκα
Μετά μόνο τα κλειδιά
και ένα πουλόβερ
«Που ήσουνα τόσες
ώρες»;
«Άσε με μάνα!»
Και από εκεί και
μετά όλο και κάτι κρατάς
Την πρώτη σου
βαλίτσα για την εκδρομή
Τον πρώτο σου έρωτα,
τον φέρνεις σπίτι όταν λείπουν οι δικοί σου
Μετά κρατάς το παιδί
σου,
εσύ και το φέρνεις
Μετά κρατά τους
δικούς σου, που μεγάλωσαν
και τους πας όπου
θέλουν
Μετά κρατάς το στόμα
σου κλειστό και λες λίγα
Μετά κρατάς τα
έπιπλα για να περπατήσεις
Όλα από μία πόρτα
Περνάνε, όλα περνάνε
Η ζωή η ίδια είναι
ένα πέρασμα
Περνάς καλά; Να
περάσεις καλά!
Περαστικά,
περαστικός
Περαστικός ήμουν
Έτσι έπρεπε να λέει
ο έρωτας όταν έρχεται
και σε βρίσκει
Απροειδοποίητα και
εμείς του λέμε περάστε
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα
(Κωστής Παλαμάς)
Τὸ σπίτι
ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ
ξένοι,
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ
προσκαλεῖ· ψυχή, καὶ μὲ
προσμένει.
Τὸ σπίτι
ποὺ γεννήθηκα ἴδιο στὴν ἴδια
στράτα
στὰ μάτια
μου ὅλο ὑψώνεται
καὶ μ᾿ ὅλα του
τὰ νιάτα.
Τὸ
σπίτι, ἂς τοῦ
νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα·
καὶ ἀνόθευτο
καὶ ἀχάλαστο,
καὶ μὲ
προσμένει ἀκόμα.
Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ
θάλασσα
(ΓιώργουΣεφέρη)
Τὰ
σπίτια ποὺ εἶχα
μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι
τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ
ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ
κυνηγὸς βρίσκει τὰ
διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ
βρίσκει- τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ
χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ
σκάγια-
οἱ ἄλλοι
γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι
μήτε γιὰ τὸν
κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ
μικρούλα σουσουράδα
ποὺ
γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά
της-
δὲν
ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ
σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν
τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή,
σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ
παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ
κρόσσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν
παράθροφυλλα χρωματιστὰ καὶ
πόρτες
γυαλιστερὲς
πάνω στὴ μέρα-
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας
ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ
χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη
πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους
ποὺ ἔμειναν
μ᾿ ἐκείνους
ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους
ποὺ θὰ γυρίζανε
ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ
χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.
Δὲν
ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ
σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά
τους καὶ τὴ λύπη
τους
καμιὰ
φορά, σὰ σταματήσω-
ἀκόμη
καμιὰ
φορά, κοντὰ στὴ
θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα
κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ
βραδινὴν ἀράχνη
συλλογιέμαι
πὼς
κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν
στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα
καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ
πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω
του μιλοῦν σιγὰ
σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ
σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται
νὰ ᾿ ρθει
νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει-
ἤ, μιὰ
γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ
λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ
κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ
παράθυροφυλλα,
μὲ ἀρώματα
χρυσῶν καρπῶν καὶ
βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει
τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ
βλέπει
ἐκείνους ποὺ
κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ
σκάλα.
Ξέρεις τὰ
σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ
γυμνώσεις.
ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
(Γιάννη Ρίτσου)
Τά
σπίτια μας εἶναι χτισμένα
πάνω σ’ ἄλλα σπίτια
εὐθύγραμμα, μαρμάρινα,
κι
ἐκεῖνα πάνω
σέ ἄλλα. Τα θεμέλια τους
κρατιοῦνται πάνω
στά κεφάλια ὄρθιων ἀγαλμάτων,
δίχως χέρια
Ἔτσι ὅσο χαμηλά,
στον κάμπο, κάτω ἀπ’ τίς ἐλιές, κι ἄν ἀπαγκιάζουν τά καλύβια μας,
μικρά,
καπνισμένα, μέ μία στάμνα
μονάχα πλάι στην
πόρτα,
θαρρεῖς πώς
μένεις στά ψηλά,
καί σοῦ φέγγει
ὁλοτρόγυρα ὁ ἀγέρας
ἥ κάποτε
θαρρεῖς πώς εἶσαι ἔξω άπό
τά σπίτια, πώς
δέν ἔχεις
κανένα
σπίτι, καί πορεύεσαι ὁλόγυμνος,
μονάχος
κάτω ἀπό ’ναν οὐρανό τρομαχτικά γαλάζιο ἤ ἄσπρο,
κι ἕνα ἄγαλμα καμιά φορά
ἀκουμπᾶ ἐλαφρά τό
χέρι του στόν ὥμο σου
Τίτος Πατρίκιος
Το σπίτι
Ι
Το
σπίτι όπου πραγματικά μεγάλωσα
ήταν
ένα διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο
μιας
πολυκατοικίας ίδιας με βαπόρι
σε
ύψος ξεπερνούσε όλα τα διπλανά της σπίτια.
Απ’
την ταράτσα εποπτεύαμε την Αθήνα
ή
κατεβαίναμε την ώρα του συναγερμού
στο
υπόγειο καταφύγιο, εγώ τους το ‘σκαγα
κι
ανεβοκατέβαινα με το ασανσέρ
που
τότε δεν είχε κανείς συμμαθητής μου.
Όταν
τελείωνα με τα μαθήματα, τ’ αρχαία
τα
μαθηματικά, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα
ακόμα
και το πιάνο, έπαιρνα το ποδήλατο
έκανα
βόλτες με πηδηχτή ανάβαση
κι
άλλα κόλπα κι ονειρευόμουνα μοτοσακό,
ή πάλι
άκουγα μουσική από δίσκους
που
έβαζα στο ραδιογραμμόφωνο RCA.
Το
διαμέρισμα ήταν μεγάλο, με σαλοτραπεζαρία
γραφείο
για τον πατέρα μου, για μένα
κρεβατοκάμαρες
χωριστές για όλους
ακόμα
και για τη γιαγιά και κάποιους θείους.
Βέβαια
δεν ήτανε δικό μας, η πολυκατοικία
ανήκε
ολόκληρη σ’ έναν εισαγωγέα χάρτου
όμως
εμείς το λέγαμε «το σπίτι μας»
δίχως
καθόλου να μας νοιάζει.
Για να
τα πεις όλα για ένα σπίτι
πρέπει
να χτίσεις ένα πιο μεγάλο από λόγια
και τα
πολλά λόγια στην ποίηση δεν χρειάζονται
μα
τώρα ούτε κι αυτό με νοιάζει.
ΙΙ
Από το
ένα μπαλκόνι του σπιτιού μας
είδα
να βομβαρδίζεται ο Πειραιάς, να καίγεται το λιμάνι
τα
στούκας πάνω μας βούϊζαν σαν διαβόλοι
από το
άλλο, παγωμένοι από φόβο κι από μίσος
είδαμε
τις μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών
να
μπαίνουν αγέρωχες στην Αθήνα.
Έπειτα
η πόλη γέμισε με φαντάρους μας
γύριζαν
με τα πόδια από το μέτωπο
έτσι
λέγαμε, αλλά μέτωπο πια δεν υπήρχε
ήσαν
με τις στολές μισοσκισμένες, τ’ άρβυλα ανοιγμένα
οι
ανάπηροι βάδιζαν με πατερίτσες
άλλοι
είχαν επιδέσμους στο κεφάλι ή στο χέρι.
Και
ήρθε εκείνος ο φοβερός χειμώνας
του
χιονιά, του λιμού, του θάνατου μες στους δρόμους
κάθε
πρωί για νά μπω στο σχολείο μου
έπρεπε
να δρασκελίσω δυό-τρεις πεθαμένους
την
νύχτα κούρνιαζαν στην πόρτα της αυλής
όπου
κοκάλωναν από το κρύο και την πείνα.
Όταν
οι Γερμανοί άρχισαν το ξεκλήρισμα των Εβραίων
κάποιοι
έκρυψαν τον Εβραίο σπιτονοικοκύρη μας
μαζί
με τον αδελφό και τον πατέρα του
κανένας
δεν τους πρόδωσε ποτέ.
Εμείς,
όπως κι οι άλλοι ένοικοι των πέντε ορόφων
πληρώναμε
κανονικά το νοίκι κάθε μήνα
το
μειωμένο πάντως λόγω ενοικιοστασίου
κανείς
ποτέ δεν το παρέλειψε.
Τα
σπίτια αν δεν γκρεμιστούν από βομβαρδισμό
αν δεν
καούν, δεν πέσουν από σεισμό
κρατάνε
περισσότερο από τους ανθρώπους.
Οι
άνθρωποι αν δεν σκοτωθούνε στους πολέμους
αν δεν
φύγουν πρόωρα από δυστύχημα ή αρρώστια
ζούνε
περισσότερες ζωές από τα σπίτια.
Όμως
τα σπίτια όσο κι αν κρατήσουν
μένουν
βουβά αν δεν υπάρχουν επιζώντες
για να
μαρτυρήσουν.
ΙΙΙ
Στο
σπίτι αυτό γνώρισα τον πόλεμο, την Κατοχή
τ’
όνειρο της Απελευθέρωσης, τον εφιάλτη του Εμφύλιου
εκεί
ένιωσα του έρωτα τους πρώτους παροξυσμούς
του
σώματος τις μεταλλαγές, τα πάθη της ψυχής
αναρωτήθηκα
αν καν ψυχή υπάρχει
ώσπου
πέρασα από τη μια σίγουρη πίστη
σε
μιαν άλλη πιο σίγουρη ακόμα.
Εκεί η
απόλαυση της ανάγνωσης έγινε αγωνία της γραφής
μαζί
και φιλοδοξία να δω ένα ποιήμα μου
δημοσιευμένο
σε περιοδικό, έστω νεανικό
ώσπου
εγκατέλειψα την ποίηση για να γράφω
με
τους συντρόφους που είχα πια αποκτήσει
συνθήματα
στους τοίχους, με πράσινη στην αρχή
έπειτα
κόκκινη μπογιά, όπου η νέα ζωή
ξεκινούσε
μ’ εξαγγελίες θανάτου, με θάνατο
στους
κατακτητές, στο φασισμό, στους προδότες
μα κι
η παλιότερη που την απορρίπταμε συνεχιζόταν
στα
πάρτυ όπου χορεύαμε σφίγγοντας τα κορίτσια
ή σε
καμια βόλτα μ’ έναν φίλο στα μπουρδέλα.
Στο
σπίτι αυτό, πίσω από λεξικά, μυθιστορήματα, ανθολογίες
έκρυψα
παράνομα υλικά, κάποτε και όπλα
εκεί
μιά μέρα με κατσάδιασε η μητέρα μου
που
είχα πολύ αργήσει για το φαγητό, χωρίς να ξέρει
ότι
είχα μόλις γλυτώσει απ’ τον δικό μου θάνατο,
από
‘κεί έφυγα για τις μάχες του Δεκέμβρη
όπου
σκοτώθηκαν τόσοι δίπλα και παραδίπλα μου
πάλι
στις γειτονιές γύρω από το σχολείο μου,
από
‘κεί όταν «μας πήραν την Αθήνα
μονάχα
για ένα μήνα», έτσι τραγουδούσαμε
φύγαμε
όλοι μας για το βουνό.
Με τα
γεγονότα που αλλάζανε ραγδαία
άλλαζαν
όλοι, όσο κι αν νόμιζα πολλές φορές
πως
άλλαζα μόνο εγώ.
Μαζί
άλλαζαν και τα σπίτια
κάποτε
περισσότερο κι απ’ τους ανθρώπους
συνήθως
όμως απροειδοποίητα.
ΙV
Όταν
γυρίσαμε βρήκαμε το σπίτι μας
λεηλατημένο
από ανθρώπους της γειτονιάς
το
μισό το είχε καταλάβει ο ιδιοκτήτης
το
άλλο μισό ένας αστυφύλακας με τη γυναίκα του
όμως
εμείς καταφέραμε να ξαναμπούμε μέσα
με τη
φασαρία μας δυσκολέψαμε τη ζωή του ιδιοκτήτη
ώσπου
αναγκάστηκε να φύγει, πείσαμε τους άλλους
να
κρατήσουν ένα μόνο δωμάτιο, όποιο ήθελαν
ώσπου
ένιωσαν ν’ ανήκουν στην οικογένειά μας
ο
αστυφύλακας δεν μας κατέδωσε ποτέ.
Το
σπίτι ξανάγινε δικό μας, φιλοξενήσαμε φίλους, συγγενείς
από
‘κει ο θείος Γιώργος πήγε στη Χαλκίδα
και
τον σκότωσαν, εκεί έφεραν τον πατέρα μου
μ’
ανοιγμένο το κεφάλι όταν τον χτύπησαν στο θέατρο
εκεί
κρύψαμε κυνηγημένους, έναν παράνομο
που
όταν τον πιάσανε τα είπε όλα στην ανάκριση
από
‘κεί έφτασα νύχτα με συνοδεία στη Μακρόνησο
με
πήγαν στην απομόνωση, με ολόγυρα φρουρούς
από
‘κεί με ξανάστειλαν με χειροπέδες στην εξορία.
Σ’
αυτό αργότερα ξενυχτούσα με τους δικούς μου για τις εκλογές
με την
ελπίδα πάντα για καλά αποτελέσματα
ή
άλλοτε εκείνοι έπαιζαν χαρτιά ως το πρωί,
εκεί
σχεδιάζα με φίλους σοβαρά βιβλία και περιοδικά
έκανα
πάρτυ σοβαρά κι αυτά, αγωνιζόμουν για το μέλλον
παθιαζόμουν
μ’ έρωτες που θα κατέληγαν σε συγκρούσεις,
είχα
επιστρέψει πια στην ποίηση, εκεί έγραψα
«στο
χαράκωμα της επανάστασης
δεν με
διόρισε ποτέ κανείς
κι
ούτε μπορεί να μ’ απολύσει».
Την
επανάσταση δεν την εγκατέλειψα
τουλάχιστον
έτσι νόμιζα, ακόμα κι όταν
δεν
υπήρχε πια χαράκωμα, ακόμα κι όταν
υπεράσπιζα
το δίκιο κάποιων αντιπάλων της
ή το
δικό μου δίκιο απέναντί της,
ακόμα
κι όταν με δίκαζαν και με καταδίκαζαν
οι
τότε σύντροφοί μου.
Απ’
όσα έζησα εκεί άλλα τα παρακάμπτω
άλλα
μου ξεφεύγουν, άλλα όπως όλοι οι συγγραφείς
τ’
ανακαλύπτω ετούτη τη στιγμή που γράφω.
V
Όταν
το κατοικήσαμε ήμουνα δώδεκα χρονών
τότε
που έμπαινα στις συνεχόμενες φάσεις
της
αχαλίνωτης στην αρχή, μετά της λογοκρατούμενης
έπειτα
της πολιτικά ελεγχόμενης τρέλας.
Σ’
αυτό με φλόγισαν ιδέες που άλλες έγιναν πράξεις
άλλες
πήραν υπόσταση σε γραφτά κάθε λογής
άλλες
παραμορφώθηκαν τόσο που με τρομάζουν,
σ’
αυτό ταλαντεύτηκα για καιρό
ανάμεσα
στη διακηρυγμένη πίστη
και
στην αδιακήρυχτη ακόμα αμφιβολία,
επιθύμησα
ταξίδια ως τότε απρόσιτα
καθώς
έμενα καθηλωμένος άλλοτε απ’ την αρρώστια
άλλοτε
απ’ τις απαγορεύσεις της αστυνομίας
άλλοτε
απλώς από έλλειψη χρημάτων,
εκεί
αποφάσισα να μην πνίξω άλλο τη φωνή μου
μόνο
που η πληρωμή αποδείχτηκε ακριβότερη
απ’
ό,τι ως τότε φανταζόμουν.
Σ’
αυτό ένιωσα πως κάπου με περίμενε
κάτι
σημαντικό, κάτι προσωπικό για μένα
που
όμως δεν το προλάβαινα γιατί συνεχώς
εμφανίζονταν
άλλες προτεραιότητες, καθήκοντα
που
φοβόμουν ότι δεν τα εκπλήρωνα όσο όφειλα
αν κι
έβλεπα πως οι άνθρωποι γαντζώνονται
στα
πόστα και στα γραφεία που αποκτούν
πως οι
σύντροφοι εμφανίζονται ή καταργούνται
σύμφωνα
με πολιτικές αποφάσεις κι εντολές.
Στο
σπίτι αυτό ξεψύχισε ο πατέρας μου, μ’ εμένα
να
τρέχω αλλού για φίλους και για κομματικά.
Καθώς
ξανασκέφτομαι κι αυτά που λέω
κι
αυτά που παραλείπω, αναρωτιέμαι:
Είναι
δυνατόν να πίστευα
ή και
τώρα ακόμα να πιστεύω
πως
είχα πάντα δίκιο;
VΙ
Όταν
το αδειάσαμε, με τη μητέρα μου να κλαίει
πατούσα
τα τριανταπέντε, μιαν ηλικία
που
γι’ άλλους σταθεροποιούνται τα προσωρινά
γι
άλλους ένα-ένα τα σταθερά ανατρέπονται.
Άλλωστε
από χρόνια πια είχα πάει στο Παρίσι
όχι
για να αυτοεξοριστώ, όπως συνηθίζουνε να λένε,
αφού
κανείς δεν εξορίζεται από μόνος του
ούτε
για να μ’ απελευθερώσει μια υπέρτερη δύναμη
αφού
οι υπέρτερες δυνάμεις σε δυναστεύουν κι άλλο,
αλλά
για να λευτερωθώ μονάχος, ν’ αυτοελευθερωθώ,
να
πλησιάζω τους άλλους, να τους ακούω, να τους αγγίζω
δίχως
να θέτω εκ των προτέρων όρους.
Πράγματα
που κατάλαβα κι αυτά ετεροχρονισμένα
όταν
άλλαζα συνεχώς σπίτια, δωμάτια, ξενοδοχεία
είτε
γιατί το ήθελα, είτε γιατί προλάβαινα να φύγω,
όταν
γι’ άλλες αγάπες έκανα στην ποίηση απιστίες
κι
εκείνη με περίμενε και με ξαναδεχόταν,
όταν
μου έρχονταν επιθέσεις ακόμα κι από φίλους
κι
αναγκαζόμουν πάλι με καθυστέρηση, να παραδεχτώ
πως οι
φιλίες συχνά τελειώνουν όπως οι έρωτες
με
δράματα, ή με πλήξη, ή με αδιαφορία,
όταν η
παρατήρηση ανθρώπων και πραγμάτων
με
πλούτιζε χωρίς να με γλυτώνει από τις κακοτοπιές
χωρίς
να με σώζει από τα στραβοπατήματα,
όταν
ένας καινούργιος έρωτας μετάλλαζε
όσα
πιο πριν είχα γνωρίσει ή φανταστεί,
μετάλλαζε
ακόμα κι αν αντιστεκόμουν,
εμένα
τον ίδιο.
Όπως
και να ‘ναι γράφω για πράγματα
που
έγραψαν γι αυτά χιλιάδες ποιητές,
ας
πούμε τώρα για το σπίτι
κι
όμως γράφω σαν κανείς γι αυτά
να μην
είχε ξαναγράψει.
Αυτή η
αθέλητη αφέλεια
μπορεί
και να με σώσει.
Όσο
για την πολυκατοικία εκείνη
σήμερα
στεγάζει μιαν οικονομική εφορία
τα
γραφεία της απλώνονται
και
στους πέντε ορόφους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου