Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

ύπνε, ύπνε είσαι δω; περί ύπνου και άλλων δαιμονίων..

              ολονυχτίς ο σκοτεινός
              τα μάτια ο ύπνος κυριεύει
              και με καίει με καίει..
                           σαπφώ σε απόδοση ελύτη

''Δέδυκε μὲν ἀ σελάννα
καὶ Πληΐαδες, μέσαι δέ

νύκτες, πάρα δ' ἔρχετ' ὤρα,

ἔγω δὲ μόνα κατεύδω.''


Να το φεγγάρι έγειρε,
βασίλεψε και η Πούλια.
Είναι μεσάνυχτα. 
Περνά, περνά η ώρα.
Κι εγώ κοιμάμαι μόνη μου. 
       απόδοση Άκου Δασκαλόπουλου

Το φεγγαράκι κρύφτηκε, κι η Πούλια· μεσονύχτι·
Κι η ώρα φεύγει και περνά, κι εγώ μόνη ξαπλώνω. 
          απόδοση Σωτήρη Κακίση

Γρήγορα η ώρα πέρασε, μεσάνυχτα κοντεύουν,
πάει το φεγγάρι, πάει και η Πούλια, βασιλέψανε
και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη κι έρημη.
          απόδοση Οδυσσέα Ελύτη

σχόλιο στις 3 μεταφράσεις των Δασκαλόπουλου, Κακίση, Ελύτη:

 το ''δέδυκε'' αποδίδεται ως
 1. έγειρε..βασίλεψε (διαφορετικό ρήμα για φεγγάρι και Πούλια)
 2. κρύφτηκε
 3. πάει..πάει..βασιλέψανε  
Παραστατικές οι επιλογές ''έγειρε'' και ''κρύφτηκε'' (δίνουν κίνηση στα ουράνια σώματα και τα προσωποποιούν). Πιο ήπιες όμως από τον θρηνητικό ενεστώτα ''πάει'' που εμφατικά επαναλαμβάνει ο Ελύτης και ολοκληρώνει με το τελεσίδικο του αορίστου ''βασιλέψανε''. 

το ''ἔγω δὲ μόνα κατεύδω'' ως
 1. κι εγώ κοιμάμαι μόνη μου
 2. κι εγώ μόνη ξαπλώνω
 3. και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη κι έρημη
Η διαφορά του Ελύτη δεν εντοπίζεται μόνο στο ''κείτομαι'', που παραπέμπει σε απόλυτα απαθή, σχεδόν νεκρική στάση(παρεπιμπτόντως έχει κοινή ρίζα με το ''κοιμάμαι'') αλλά και στην ανάπτυξη του ''μόνα'' σε ''μονάχη κι έρημη'' με την προσθήκη "μόνο εγώ'' που διακρίνει ως μοναδική κι έτσι μεγιστοποιεί τη μοναξιά του ποιητικού ''εγώ''. 
      
''Ο ύπνος σε τύλιξε, σαν ένα δέντρο, με πράσινα φύλλα,
ανάσαινες, σαν ένα δέντρο, μέσα στο ήσυχο φως,
μέσα στη διάφανη πηγή κοίταξα τη μορφή σου·
κλεισμένα βλέφαρα και τα ματόκλαδα χάραζαν το νερό.
Τα δάχτυλά μου στο μαλακό χορτάρι, βρήκαν τα δάχτυλά σου
κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα αλλού τον πόνο της καρδιάς σου.
Κάτω από το πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις δάφνες
ο ύπνος σε μετακινούσε και σε κομμάτιαζε
γύρω μου, κοντά μου, χωρίς να μπορώ να σ’ αγγίξω ολόκληρη,
ενωμένη με τη σιωπή σου·
βλέποντας τον ίσκιο σου να μεγαλώνει και να μικραίνει,
να χάνεται στους άλλους ίσκιους, μέσα στον άλλο
κόσμο που σ’ άφηνε και σε κρατούσε.
[...]
Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη.
                          Γ. Σεφέρης, από το Μυθιστόρημα (εδώ)

 Σχέδιο ύπνου
Τελευταία νυστάζω.
Στάζω τον ύπνο σε ό,τι κάνω.
Εγώ που δεν γνωρίζω στο λεκανοπέδιο άλλον
ευφυέστερο από μένα
θέλω να κοιμηθώ.

Νύσταξα να καταλαβαίνω
το καταλαβαίνω.
Δεν έχω άδικο.
Λοιπόν καλώς νυστάζω.
Αλλά δεν έχω ύπνο.

Κι έτσι δεν κάνω άλλο
απ’ το να περιφέρω μια υπνηλία
στις συναναστροφές
μια κατανόηση από κόπωση
και μια γλυκιά παραίτηση
που μοιάζει απαίτηση
να με κατανοούν.

Έτσι, χρόνια στην ίδια αυτή υπνηλία
δε θα το καταλάβω αν κατανόησαν
κι αν νύσταζα ή δε νύσταζα
σαν θα με πάρει ο ύπνος.
                              
                          Γιάννης Βαρβέρης


                                             Το σόι του μυθολογικού ύπνου:
                    μπαμπάς: Έρεβος - μαμά: Νύχτα
                    αδερφάκι (δίδυμο): Θάνατος
                    παιδάκια: Μορφέας, Φοβήτορας, Φάντασος
                              και λοιποί "Όνειροι"..

                      Ο Θάνατος και ο Ύπνος μεταφέρουν το νεκρό κορμί του Σαρπηδόνα. 
                     Ερυθρόμορφος κύλικας των αρχών του 5ου αι. π.Χ., Βρετανικό Μουσείο

--για το δίδυμο Ύπνος- Θάνατος σε ομηρικά έπη και Ησίοδο, δες ΕΔΩ και ΕΔΩ


  ΑΕΡΟΓΕΦΥΡΕΣ

Χάθηκες
ποῦ στριφογυρνᾶς.

Πέρνα καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν ὕπνο μου
συνήθως εἶμαι ἐκεῖ
ἐκτὸς ἂν κλαίει τὸ φεγγάρι
ὁπότε βγαίνω στὸ μπαλκόνι
τὸ διότι νὰ ρωτήσω τὶ συμβαίνει.

Πέρνα καμιὰ φορά.
Μπὲς ἀπ᾿ τὸ πλάι στάσου
κάτω ἀπὸ τὸ γεφυράκι τῆς παλάμης μου
ἀπ᾿ ὅπου ἥσυχα κυλάω.
Ἐκτός ἂν ἔχει ὁλότελα μαυρίσει τὸ νερὸ
ἂν ψόφησαν κι οἱ πέτρες
ἂν ἔχει μολυνθεῖ καὶ ὁ βυθὸς
ὁπότε θὰ μὲ βρεῖς
στοῦ σεντονιοῦ τὶς ὄχθες.

Μὴ φοβᾶσαι.
Πάρε μαζὶ σου ἂν θὲς γιὰ σιγουριὰ
καὶ τὴν ἀπαίτηση νὰ μὴ σ᾿ ἀγγίξω διόλου
ἀνανέωσε καὶ τὴ ληγμένη ἄδεια
νὰ σὲ κοιτῶ

καὶ σοῦ ὑπόσχομαι
ἐγκαίρως νὰ ξυπνήσω
ὥστε νὰ μὴ σὲ πάρει εἴδηση
ὁ ὕπνος σου ὅτι λείπεις.

                  Κική Δημουλά


           Βαν Γκογκ, Μεσημεριανός ύπνος

''Ελύτης: Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο..'' 

''Μισοφέγγαρο ασημί
    βγαίνει μες στο γιασεμί
Τα κορίτσια το κοιτάν
    απ' τους κήπους του Ισπαχάν

Κι ένας άγγελος με γένια
    στέκει πάνω στα μπεντένια:
Τέτοια νύχτα ποιος κοιμάται
    το Θεό δεν τον φοβάται;

Άγγελε τι μας το λες
    φέρε κόκκινες στολές
Να γίνουμε τα μαμούδια
    πάνω στα χρυσά λουλούδια

Ράντισέ μας όνειρο
    το γαριφαλόνερο
Να γεμίσουμε τη λύπη
    από κείνο που μας λείπει

Κάνε τη στερνή τη χάρη
    του γερο - περιβολάρη
και του απαρηγόρητου
    να 'ρθει πια το αγόρι του

Γέρνει ο κήπος με το πλάι
    μες στους ουρανούς και πάει
Με το φως επανωφόρι
    στέκει ο άγγελος στην πλώρη:

-Κοιμηθείτε κοιμηθείτε
    το Θεό παντού θα βρείτε
Στο κρεβάτι και στον τάφο
    σας το γράφω σας το γράφω''
''Φυσικά και ονειρεύομαι
Ζει κανείς μόνο μ’ ένα ξερό μισθό;'' [δημουλά]


"Δεν οφείλεται πάντως σε επιρροή του Ελύτη, η καταφυγή όλων σχεδόν των ποιημάτων μου, στη λέξη όνειρο. Μελέτησα έναν-έναν στίχο του, κι αν δεν κάνω λάθος, μόνο μία φορά χρησιμοποίησε τη λέξη όνειρο, για προσωπική του ανάγκη. Συγκεκριμένα στους στίχους:
    Στη βρύση του ύπνου 
    κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι 
    το τελευταίο μου όνειρο.
Όλες οι άλλες αναφορές του σ’ αυτή τη σκιώδη λέξη, αφορούν στα όνειρα του αρχιπελάγους, των γλάρων, του μαΐστρου, της φυλής των ανθρώπων.Και με εντυπωσίαζε πόσο σπάνιζε η λέξη-όνειρο, ακόμα και στα ποιήματα της συλλογής «Τα ρω του έρωτα», κι ας μην μπορεί να κάνει βήμα, ειδικά ο έρωτας, χωρίς την άδεια του ονείρου. Αν βέβαια μέτρησα σωστά, γιατί το όνειρο είναι απροσμέτρητο, όπως και τα προσωπεία του. Και όμως συχνά συναντούσα στα ποιήματα τη λέξη «ύπνος». Έριχνε ίσως έτσι ο ποιητής στον γεννήτορα των ονείρων την ευθύνη για τη μοίρα τους, και όχι στους δικούς μας χειρισμούς."    Κική Δημουλά σε ομιλία για τον Ελύτη

''Κοιμήθηκα κοιμήθηκα/στου γιασεμιού την ευωδιά
Στων φύλλων το μουρμουρητό/στων άστρων τον χρυσό γιαλό
     Οι άνθρωποι μ' αρνήθηκαν/κανείς δε μου σιμώνει
     Μόνο μου κάνει συντροφιά/της νύχτας το τριζόνι''
Απαλές κοιλάδες έχει ο ύπνος ακριβώς όπως
Και η επάνω ζωή [...]
Από την μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μού επάρθηκαν
        αθύρματα
Και από την άλλη κοιμούμαι [...]
Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.
                   Οδ. Ελύτη: ΩΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝ* (απόσπασμα)
*ο Ενδυμίων στη μυθολογία ενέπνευσε σφοδρό έρωτα στη Σελήνη και παρέμενε κοιμισμένος αιώνια

απ' το ίδιο ποίημα: 
Αχ Θάλασσα πάνω που ξυπνάς πώς ξανακαινουργιώνονται όλα!

           Ρίτσος:
Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας
και δεν μπορούμε πια να κοιμηθούμε
       από το Εμβατήριο του Ωκεανού

   Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας

Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας
Με όραση καινούρια προχωρούμε
Η μέρα έχει μαιάνδρους
Όπως η θάλασσα κύματα
Στην καρδιά μας αδειάσαμε (προσωρινά)
Την πόλη
Εμείναμε με την εικόνα τ' ουρανού
O ήλιος εμέτρησε τη γη μας
Η μέρα τούτη όπου ξυπνήσαμε
Με θάλασσα και κύματα
Με όραση και μνήμη καθαρή
Τόσο μεγάλωσε
Που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη μετρήσει
Που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη χωρέσει
    
     Ὁ ὕπνος μέσα στὰ μάτια...   

Ὁ ὕπνος μέσα στὰ μάτια κελαηδᾶ
Σὰν νὰ ἦταν τὸ νερὸ τῆς βρύσης
Σὰν νὰ ἦταν ὁ βοσκὸς τοῦ παραμυθιοῦ
Ποὺ ἔτρεφε γένια ὁλόασπρα
Καὶ μάζευε παιδιὰ νὰ τὰ στείλει στὸν οὐρανὸ
Νὰ τὰ δεῖ ἐκεῖ πρὶν αὐτὸς ἀποθάνει
                                                Γ. Σαραντάρης


   Η αγρύπνια

Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί
ένας νέος θεός
μες στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τη μαύρη πίκρα.
                Μίλτος Σαχτούρης





    Νύχτα βασάνου
Πότε, μάτια μου καημένα,
θὰ κλεισθῆτε στὴ σιγή,
νὰ χαρίσετε σ᾿ ἐμένα
ὕπνο, ἀνάπαψη πικρή;
Ἀφουγκράσου! πῶς τ᾿ ἀηδόνι
λούφαξε στὴν ἐρημιά.
Ἄκουσ᾿, ἄκουσε τὸν γκιώνη·
παύει νὰ μοιρολογᾷ...
Καὶ τ᾿ ἀστέρια, μαραμμένα
λουλουδάκια τοῦ Θεοῦ,
σβηόνται, πέφτουν ὁλονένα
ἀπ᾿ τὸν κάμπο τ᾿ οὐρανοῦ.
Καὶ τὸ πυροφάνι ἐχάθη,
ποὺ στὴν ἔρμη ἀκρογιαλιὰ
φέγγει τοῦ γιαλοῦ τὰ βάθη
κι ἀντιλάμπει στὴ στεριά.
Κ᾿ ἡ Λιαλιὼ ποὺ τ᾿ ἀγναντεύει
μὲ λαχτάρα, ἡ λυγερή,
σφάλησε τὸ τζάμι, φεύγει·
ἄχ! τί ὄνειρα θὰ ἰδῇ...
Μοναχὸς ἐγὼ ἀγρυπνάω,
νυχτερεύω μοναχός·
᾿λεημοσύνη σᾶς ζητάω,
νύχτα, δόλι᾿ ἀγάπη, φῶς!
Ναί, μά τὸ ἱερὸ σκοτάδι,
ναί, μά τ᾿ ἄστρο τῆς αὐγῆς,
οὔτε ὕπνος, γιὰ σημάδι,
στὴ γαλήνη αὐτὴ τῆς γῆς!...
Γίνε, νύχτα, συντροφιά μου,
στὴ βαθειά, ἄπειρη σιγή·
ἔλα μὲς στὴν ἀγκαλιά μου,
δός μου ἀνάπαψη πικρή.
                           Αλ. Παπαδιαμάντης

Μισοπλαγιασμένη κοντὰ εἰς τὴν ἑστίαν, μὲ σφαλιστὰ τὰ ὄμματα, τὴν κεφαλὴν ἀκουμβῶσα εἰς τὸ κράσπεδον τῆς ἑστίας, τὸ λεγόμενον «φουγοπόδαρο», ἡ θεια-Χαδούλα, ἡ κοινῶς καλουμένη Γιαννοὺ ἡ Φράγκισσα, δὲν ἐκοιμᾶτο, ἀλλ᾽ ἐθυσίαζε τὸν ὕπνον πλησίον εἰς τὸ λίκνον τῆς ἀσθενούσης μικρᾶς ἐγγονῆς της. Ὅσον διὰ τὴν λεχώ, τὴν μητέρα τοῦ πάσχοντος βρέφους, αὕτη πρὸ ὀλίγου εἶχεν ἀποκοιμηθῆ ἐπὶ τῆς χθαμαλῆς, πενιχρᾶς κλίνης της[...]
Τὸ πῦρ ἔφθινεν εἰς τὴν ἑστίαν, ὁ λύχνος ἐτρεμόφεγγεν εἰς τὸ μικρὸν φάτνωμα, ἡ λεχώνα ἐλαγοκοιμᾶτο ἐπὶ τῆς κλίνης· τὸ βρέφος ἔβηχεν εἰς τὸ λίκνον, καὶ ἡ γραῖα Φραγκογιαννού, ὅπως καὶ τὰς προλαβούσας νύκτας, ἠγρύπνει ἐπὶ τῆς στρωμνῆς της.Ἦτον περὶ τὸ πρῶτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὁπότε αἱ ἀναμνήσεις ἔρχονται ἐν εἴδει φαντασμάτων[...]
Ὅλ᾽ αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο, καὶ οἱονεὶ τὰ ἀνέζη ἡ Φραγκογιαννού, κατὰ τὰς μακρὰς ἐκείνας ἀύπνους νύκτας τοῦ Ἰανουαρίου, ἐνῷ ὁ βορρᾶς ἠκούετο ἐκ διαλειμμάτων νὰ συρίζῃ ἔξω, πλήττων τὰς κεράμους, καὶ κάμνων νὰ ἠχῶσι τὰ παράθυρα, ὁπότε ἠγρύπνει παρὰ τὸ λίκνον τῆς μικρᾶς ἐγγόνης της[...]
Οὕτω εἶχον διαρρεύσει πολλαὶ νύκτες ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας. Ἀφοῦ τὸ μικρὸν ἐβαπτίσθη, καὶ ὠνομάσθη Χαδούλα, μὲ τ᾽ ὄνομα τῆς μάμμης του ―τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ἐκείνην νὰ μορφάζῃ σείουσα τὴν κεφαλήν, καὶ νὰ ψιθυρίζῃ «μὴν τύχῃ καὶ χαθῇ τ᾽ ὄνομα!»― πάλιν ἡ γραῖα ἠγρύπνει, ἂν καὶ τὸ μωρὸν ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὁπωσοῦν καλύτερα. Ἄλλως ἡ ἀγρυπνία ἦτο ἐν τῇ φύσει καὶ τῇ ἰδιοσυγκρασίᾳ τῆς Φραγκογιαννοῦς, ἥτις ἐσκέπτετο χίλια πράγματα, καὶ εἶχε τὸν ὕπνον δύσκολον. Οἱ λογισμοὶ καὶ αἱ ἀναμνήσεις της, ἀμαυραὶ εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, ἤρχοντο ἀλλεπάλληλοι ὡς κύματα μέσα εἰς τὸν νοῦν της, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς της[...]
― Μάννα, ἐπανέλαβε μετ᾽ ἀσθμαινούσης φωνῆς ἡ Ἀμέρσα. Τί κάνει τὸ κορίτσι;… μὴν πέθανε;
―Ὄχι… κοιμᾶται· τώρα ἡσύχασε, εἶπεν ἡ γραῖα. Πῶς σοῦ ἦρθε;
― Εἶδα στὸν ὕπνο μου πὼς πέθανε, εἶπε μὲ πάλλουσαν ἀκόμη φωνὴν ἡ ὑψηλὴ γεροντοκόρη.
―Ἀμμ᾽ σὰν εἶχε πεθάνει, τάχα τί; εἶπε κυνικῶς ἡ γραῖα [...]
                                                                                 από τη "Φόνισσα"

Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
-Θεός να μην το κάμει
να γίνει αληθινό!
        Γ. Βιζυηνός,απόσπασμα από ''Το όνειρο''




''Μια ακατάσχετος επιθυµία, µε κυριεύει, επιθυµία αναπαύσεως και ησυχίας. Είµαι κουρασµένος, είµαι
κατάκοπος πλέον. Ποθώ ύπνον, ύπνον, ύπνον. Αλλά τον ύπνον προ πολλού δεν τον εγεύθην. Οι άνεµοι του ουρανού ησυχάζουν· τα κύµατα της θαλάσσης αναπαύονται· µόνον εγώ, µόνον εγώ δεν ειµπορώ νακοιµηθώ!''
                          Γ. Βιζυηνός , "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας"

                                                     Εν µια νυκτί (εωθινοτέρα όλων των πρωινών)
Αγαπητέ κύριε,
Το βαθύ και µελαγχολικόν εκείνο βλέµµα ταράττει τον ύπνον µου, γράφετε στον Μοσκώβ Σελήµ.
Προφανώς ανακαλείτε το βλέµµα του αλαφροΐσκιωτου Τουρκορώσου.
Ωστόσο το βλέµµα που ταράττει τον ύπνον σας είναι το βλέµµα της νύχτας, το βλέµµα που σας εµποδίζει να κοιµηθείτε, το βλέµµα που σας µεταµορφώνει σε κουκουβάγια. Κάποιος που αρνείται να
αποτραβηχτεί από την τύρβη της ηµέρας, που δεν πείθει τις φυσικές λειτουργίες του να σιγήσουν για
λίγο, που φοβάται το χασµουρητό της άλλης ζωής επόµενο είναι να θεωρεί τον ύπνο (γι αυτό εξάλλου
τον καθαγιάζει) ως κάτι το σκανδαλώδες.
Αφού µένει ξαπλωµένος µε ανοιχτά µάτια στο σκοτάδι, καθιστά τη νύχτα εξακολουθητικά παρούσα. Γι
αυτό η τρέλα (το µελαγχολικόν εκείνο βλέµµα) κι ο θάνατος (το βαθύ εκείνο βλέµµα), καθώς δεν παίρνουν εξιτήριο στα όνειρα, παίρνουν στην καθηµερινότητα.
Και τότε η µαυρ’ η Νύχτα απλωτό το φακιόλι της ρίχνει για να σκεπάσει τη µέρα : τη µέρα που
χρησιµοποιεί τη νύχτα για να σβήσει τη µέρα, τη µέρα που αντιµετωπίζει τη νύχτα σα λιποψυχία, τη µέρα που αφυπνίζει το ατέρµον µέτρηµα της νύχτας, τη µέρα που ξαγρυπνά στο προσκέφαλο της
ψυχορραγούσας νύχτας.
                                                                      Αναγνώστης σας (γέρνοντας στο µαξιλάρι σας)

                                                           Μισέλ Φάις, "Ελληνική αϋπνία"

Το μυθιστόρημα που γράφει ο Φάις (στην ηλικία των 47 ετών όσα και τα χρόνια της ζωής του Βιζυηνού)  αποτελείται από τρεις κατηγορίες κειμένων που εναλλάσσονται μεταξύ τους: 34 επιστολές του αναγνώστη-βιογράφου προς τον νεκρό Βιζυηνό σε ολοένα αυξανόμενο βαθμό οικειότητας, όπως φαίνεται από τις προσφωνήσεις και τις υπογραφές, κάθε μια από τις οποίες γράφεται «εν μια νυκτί», 17 αποσπάσματα ενός γλωσσαρίου-«κορφολόγημα» από τα κείμενα του Βιζυηνού και 17 αποσπάσματα-περιπτώσεις από το αρχείο του Δρομοκαϊτείου τα χρόνια που νοσηλεύεται εκεί ο Βιζυηνός κατ’ αντίστροφη χρονολογική σειρά.
 Συσχετισμός που εκτείνεται σε αρκετές επιστολές και σελίδες, είναι μεταξύ Βιζυηνού, Ροΐδη και Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης (που κράτησε μια πείσμονα σιγή για τον Βιζυηνό) θεωρείται ότι έχει κάποιες εντυπωσιακές ομοιότητες με αυτόν: Η πορεία του από το ιστορικό μυθιστόρημα στο διήγημα, η σχέση με τον πατέρα, ο αλκοολισμός, το αυτοβιογραφικό σημείωμα αντιστοιχίζονται με την πορεία του Βιζυηνού από τη φαναριωτική ποίηση στο διήγημα, με την ανάγκη του για πατρική προστασία, με τη σύφιλη και με το αυτοβιογραφικό του σημείωμα. Ο Ροΐδης (που στις λίγες κριτικές του χρησιμοποίησε «ραφιναρισμένη χολή» για τον Βιζυηνό) λειτουργεί ως «αντίζηλος» πατέρας. Όταν η σύγκριση επεκτείνεται μεταξύ των τριών ο Βιζυηνός (αϋπνία, «γραφή ως υποχρέωση στη φούρια», παραφροσύνη, νόσημα του μυελού) στέκεται απέναντι στους δύο που καταλαμβάνουν τους δύο πόλους: ο Ροΐδης (ύπνος, «γραφή/ύφος ως δικαίωμα στη χρονοτριβή», ειρωνεία, εξευρωπαϊσμός) είναι το αντίθετο του Παπαδιαμάντη (αγρυπνία, «δικαίωμα στη φούρια», πίστη, Ορθοδοξία).
                              Γεωργία Φαρίνου- Μαλαματάρη, ''Ένας μεταμοντέρνος Βιζυηνός''

   "La force de dormir : versions de l’insomnie chez Michel Faïs" :    ΕΔΩ


Κάποιος σου εμπιστεύεται τον ύπνο του

Ὅταν κοιμᾶσαι μονάχος σου
δὲν ἔχεις νὰ φροντίσεις τὸν ὕπνο κανενὸς
δὲν ἔχεις τὴν ὑποχρέωση ν ἀφουγκραστεῖς
τὴ ρυθμικὴ ἀνάσα του
νὰ διαφυλάξεις τὰ ὄνειρά του
νὰ διατηρήσεις τὸ σκοτάδι ὑγρὸ καὶ φιλικὸ
σὰν τὰ τοιχώματα τῆς μήτρας
ὅταν κοιμᾶσαι μονάχος
δὲν ἔχεις τὴν εὐθύνη νὰ σκεπάσεις τὸν ἄλλο
νὰ κρατήσεις τὰ νῶτα του καλυμμένα
τοὺς ἐφιάλτες τοῦ μακριὰ
δὲν ἔχεις νὰ μοιραστεῖς μαζί του
τὸ λιγοστὸ ἀέρα τῆς κάμαρης
τὰ ἱδρωμένα σεντόνια καὶ τὰ βαριὰ σκεπάσματα
τὴ σειρήνα τοῦ ἀσθενοφόρου
στὶς τρεῖς ἡ ὥρα τὸ πρωὶ
τοὺς θορύβους ἀπὸ τὰ ἔπιπλα
ποὺ χρόνια τώρα οἱ γείτονες
μετακινοῦν πάνω-κάτω
ὅταν κοιμᾶσαι μονάχος
ἔχεις ν ἀντιμετωπίσεις
τὴν ἀϋπνία χωρὶς σύμμαχο
τὸν φόβο τοῦ θανάτου καταπρόσωπο
τὴν ἀφόρητη νοσταλγία τῶν ἡμερῶν
ποὺ ξαγρυπνοῦσες στὴ σκοπιὰ
φυλάγοντας τὸν ὕπνο ἐνὸς ἀγνώστου.

                          Νίκος Δαββέτας


                    Ύπνος
Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουν,
στον ουρανό, τ’ αστέρια και τα εγκόσμια.
Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα.
Kαι γαλανό σαν κύμα τ’ όνειρό μας
θα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι.
Aγάπες θα ’ναι στα μαλλιά μας οι αύρες,
η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει,
και κάτου απ’ τα μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρίς ναν το γρικούμε, θα γελάμε.
Tα ρόδα θα κινήσουν απ’ τους φράχτες,
και θά ’ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι.
Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο,
θ’ αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια.
Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκια
γλυκά. Kαι τα κορίτσια του χωριού μας,
αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρω
και, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνε
για τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιο
της Kυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες,
για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε.
Tο χέρι μας κρατώντας η κυρούλα,
κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια,
θα μας διηγιέται –ωχρή– σαν παραμύθι
την πίκρα της ζωής. Kαι το φεγγάρι
θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν.
                                        
                                 Κ.Γ.Καρυωτάκης 

Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.
                                   Τ. Λειβαδίτης

Σύντροφε, κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουν οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;
Ο Πέτρος που κοιμάται στο τσιμέντο
Δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά

Γιατί τον είχαν για προδότη[...]
                                 Άρης Αλεξάνδρου




    ''σκεφτείτε πόση δύναμη έχει η νύχτα μέσα στο Σείριο..
      κι αποφασίστε την υποταγή σας..''
                             Μ. Χατζιδάκις


Δέκα έργα τέχνης αφιερωμένα στον ύπνο: ΕΔΩ

                      Γιατί κοιμόμαστε;

σχετικές λέξεις με ενδιαφέρουσα σημειολογία: έξυπνος,αφύπνιση, λήθαργος,  κοιμητήριο..


ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΝΟ  ΕΔΩ
που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση:
της Ελληνικής Εταιρείας για τις Νευροεπιστήμες
της Ελληνικής Εταιρείας Έρευνας του Ύπνου και
της Πανελλήνιας Ένωσης Βιοεπιστημόνων

Από εκεί τα ακόλουθα:


              Ο Έφηβος
Είμαι ένας έφηβος , που με τροφοδοτούνε
με χίλια ερεθίσματα και μ’ αξιολογούνε.
Μέσα στο νου οι γνώσεις μου, είναι μπερδεμένες ,
αρχαία, μαθηματικά, λογοτεχνία, γλώσσα,
πώς να τα’ αποθηκεύσει ο νους ; πώς να τα συγκρατήσει;
Μαθαίνω πως ο ιππόκαμπος θα τα μεταβιβάσει, στον εγκεφαλικό φλοιό,
κι αυτός με τη σειρά του, στην κυρά Βραχυπρόθεσμη το μήνυμα θα στείλει.
Αναρωτιέστε ίσως κι εσείς, πόσο μπορώ να αντέξω;
πριν τις γνώσεις μου εγώ αποθηκεύσω;
Βρίσκονται όλα μέσα εδώ, στο μαύρο το κουτί μου,
και σαν νυχτώσει εύχομαι , η μνήμη η μακροπρόθεσμη, να τα ταξινομήσει.
Στην αγκαλιά του ύπνου να βρεθώ μαζί με τον Μορφέα,
Την επεξεργασία γρήγορα ν’ αρχίσουμε παρέα!!!
                      Δημητροπούλου Ευσταθία, 3ο Γυμνάσιο Ναυπάκτου

       Ύπνος στην Τάξη
Με πήρε ο ύπνος μεσ’ την Τάξη.
Είδα ένα σεντόνι από μετάξι,
ήταν τόσο απαλό
και μου ’ρχεται να τρελαθώ.
Μου λέει η δασκάλα:
Τι κάνεις εκεί παιδί μου;
Και της λέω:
Ονειρεύομαι την ζωή μου.
     Καταγή Δήμητρα, Καταγή Παρασκευή,1ο Γυμνάσιο Λευκάδας, Παλιές Αλυκές Λευκάδας

                      Ο ύπνος στην εφηβεία
Είναι βραδιές που προσπαθώ ο ύπνος να με πάρει γιατί ΄χω βάσανα πολλά και στην
καρδιά μου βάρη.
Η Γλώσσα και η Άλγεβρα
τ΄ Αρχαία και η Χημεία στο νου μου τριγυρίζουνε και κάνουν φασαρία
Ενώσεις και προβλήματα αμβλείες και γωνίες έκθεση συντακτικό οξείες και δασείες
Έχω ακόμα να σκεφτώ το όμορφο σπορείο που έχει φτιάξει η τάξη μου πίσω απ΄το
σχολείο
Πότισμα και ξεχόρτισμα πέτρες και πετραδάκια κάνανε τα χεράκια μου να βγάλουνε
πετσάκια
Και δε μου έφταναν αυτά έχω και τα δικά μου που πήγα και ερωτεύτηκα και βρήκα
τον μπελά μου
Μ΄ αυτές τις σκέψεις τις πολλές που έχω στο κεφάλι έρωτες και μαθηματικά ύπνος
πως να με πάρει;
Γι΄αυτό να μας προσέχετε τώρα στην εφηβεία μαθήματα και έρωτες μας φέρνουν
αϋπνία.
Στον δρόμο τούτης της ζωής με τα πολλά τα βάρη θέλουμε συμπαράσταση ΥΠΝΟΣ
για να μας πάρει.
                          Τζένη Δαριβιανάκη, Γυμνασίου Πόμπιας.

             Περί ύπνου… σχεδιάσματα
Στο ζωικό βασίλειο αλλά και στους ανθρώπους
έρχεται ο ύπνος πάντοτε με χίλιους δύο τρόπους .
Είναι νορμάλ κατάσταση γνωστή διαδικασία
Και η επιστήμη ομολογεί πως έχει σημασία
και διακρίνει καθαρά του ύπνου δύο τύπους
που συμβαδίζουν σταθερά με της καρδιάς τους χτύπους
Ο ένας είναι τύπου REM, με κίνηση ταχέως
των οφθαλμών του οργανισμού, ενώ σπεύδει βραδέως
ο άλλος τύπος που έρχεται με κύματα μεγάλα
ΔΕΛΤΑ νομίζω λέγονται, μα δεν γνωρίζω άλλα.
Τι άλλο μένει να σας πω, έστυψα το μυαλό μου
και ό, τι και αν εγνώριζα το έβαλα στο γραφτό μου
Α, ναι! Βοηθά πολύ στη μάθηση, στη μνήμη, στην υγεία
Και στη ζωή μας έχει πια διαχρονική αξία,
καθώς οι πιο πολλοί ρωτούν: <<στον ύπνο σου το είδες
ή δεν κοιμάσαι αρκετά και σου στρίψαν οι βίδες;>>
Ευχάριστος-δυσάρεστος δεν έχει σημασία
η έλλειψή του οδηγεί σε πλήρη αδιαθεσία
Σου φέρνει νύστα στη δουλειά αλλά και στο σχολείο
δεν έχεις όρεξη να πας μέχρι το κυλικείο!
Για διάβασμα, για γράψιμο, συμμετοχή στην τάξη
Κουβέντα να μην γίνεται- ο νους έχει νυστάξει
Κι ο μαθητής γλυκά γλυκά ξαπλώνοντας πλαγίως
Θα κλείσει τα ματάκια του- ή θα κοιμάται ορθίως!
Έτσι ο ύπνος χρειάζεται- κανείς να μην πιστεύει
πως αν κοιμάται ολημερίς η τύχη του δουλεύει,
γιατί όποιος κοιμάται το πρωί, πεινάει το μεσημέρι
και σταματάω κάπου εδώ μου πιάστηκε το χέρι.!
       Αθανάσιος- Παναγιώτης Σαματάς, ΓΕΛ Ν.Αγχίαλου
  


   ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ Α(ΓΡ)ΥΠΝΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τι κρύβεται ''κάτω από το μαξιλάρι'' για τον εξαίσιο τροβαδούρο από τη Θεσσαλία; Τα τραγούδια του, τοποθετημένα κυρίως μεταξύ δειλινού και χαραυγής, ή σωστότερα παγωμένα σ'αυτές τις δύο οριακές στιγμές, μιλούν συχνά για όνειρα κι εφιάλτες που δεν ανήκουν αποκλειστικά στον ύπνο,αλλά και στον ξύπνιο. Ή μάλλον σε έναν ύπνο ξυπνητό ,είτε με την έννοια της αγρύπνιας είτε ως μια άλλη ζωή μέσα στο όνειρο,πιο ζωντανή από τη συμβατική ζωή, που τελεί εν υπνώσει. 
Ύπνος - πραγματικότητα έρχονται σε αντιπαράθεση ή αρμονία, όπως ο αληθινός,εσώτερος εαυτός και η έξω εικόνα του. Και δίπλα στο μοτίβο του ύπνου, εκείνο του θανάτου. Του πραγματικού ή συμβολικού.

                                           ο βασιλιάς

Έλα λευκό μου σύννεφο και γίνε προσκεφάλι
για το παιδί το χνούδαλο που ο ύπνος το 'χει πάρει.

Να κοιμηθεί σα βασιλιάς και πριν καλοξυπνήσει
μέσα απ' τα βάτα της σιωπής στο όνειρο να βαδίσει.

Να είναι τ' όνειρο καλό -απατηλό ας είναι-
κι ύστερα γύρισε ψηλά κι αν θες βροχούλα γίνε.
Όταν σταλάξει η κούραση
το όπιό της το γλυκύ,
βαθύς ο ύπνος έρχεται
και των ψυχών την αύρα γεύεται.



 Άδειοι μου τόποι, όνειρα,
κόκκοι της άμμου, απόνερα.

Όσοι κοιμούνται, γίνονται
παιδιά και παραδίνονται.
Πάνω από βλέφαρα κλειστά
του χρόνου ο άνεμος λυσσομανά.

Άδειοι μου τόποι, όνειρα,
κόκκοι της άμμου, απόνερα.

Πριν μπεις για να ονειρευτείς,
πρέπει ν' αφήσεις καταγής,
έξω απ' του ύπνου το τέμενος,
τις αρετές σου ή το έρεβος.

Άδειοι μου τόποι, όνειρα,
κόκκοι της άμμου, απόνερα.



Κάτω απ' το μαξιλάρι
είναι ένα βαθύ πηγάδι
που μέσα κατοικούν
οι ψυχές που σ' αγαπούν.
  
Να σου μιλάν στον ύπνο,
να σε μπάζουνε σε κήπο
με αϊ-γιάννη και λωτούς,
με χειμωνανθούς.

Μου κρατάν το χέρι
στο ταξίδι, στο καρτέρι,
στον ύπνο το βαθύ.
Είναι λίγοι, είναι πολλοί.

Μέσα στο πηγάδι,
κάτω απ' το μαξιλάρι
ρίχνονται οι ψυχές.
Ήλιε μου τώρα βγες!



Άϋπνη πόλη

Όνειρο η ζωή δεν είναι
κι όποιος πόνεσε στον πόνο
πάντοτε θε να πονάει
κι όποιος θάνατο φοβάται
θα τον κουβαλάει στους ώμους.

Ψέμα είναι πως κοιμούνται
στ' ουρανού τα φυλλοκάρδια.
Ούτε ένας δε σταλιάζει.

Μ' αν κανείς τα μάτια κλείσει
μαστιγώστε τον αδέρφια,
μαστιγώστε τον για να 'χει,
να 'χει ορθάνοιχτα τα μάτια
και φλεγόμενες πληγές.

Κανείς στο κόσμο δεν κοιμάται

ούτε ένας δεν κοιμάται.

                             από ποίημα του Λόρκα



                                              Διάφανος
Στου δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα
                     σαν ξένος σαν ξενάκι σαν παντά ξένος.
                                                  Κι ήρθε και κατακάθισε πάνω μου σα σεντόνι
                              όλη της γης η σκόνη..
                        Τα λόγια γράφτηκαν μετά από ανάγνωση ποιημάτων του César Vallejo.

Να βγαίνεις απ' το όνειρο
να κατεβάζεις τα πουλιά
στον ύπνο πάλι να περνάς
κι ύστερα στο δωμάτιο.

Να ντύνεσαι καλά
να πας κατά την πόρτα.
Να κάνεις δύο βήματα
-στο τρίτο κοκαλώνεις!
Να λείπει απάνω ο ουρανός.
     Γ. Ζαρκάδης

Αγρύπνια
Αγρύπνια, αψηλάφητο ζώο!
Δίχως μια στάλα στοργή,
σ' όσους διψάν για χίμαιρες, γέρνεις
την κούπα σου που 'ναι πάντα αδειανή.

Κι ενώ περνά η νύχτα κατάλευκη,
βροχερή σαν Κυριακή,
ξέρω γιατί, στ' αυτί που σπαράζει,
χιμάς και γλύφεις σαν σκυλί.

Δεν αγαπάς! Αφήνεις τους ψύλλους σου,
τους ήχους που φτάνουν από μακριά;
αγρύπνια, κακόφωνο όργανο,
που αλέθεις των εκλεκτών το «ωσαννά».

Αγρύπνια, της κόλασης κήτος,
είναι το φιλί σου φωτιά.
Αφήνει μια γεύση από σίδερο,
πού 'χουν ξηλώσει από καράβια παλιά.

                    Οι στίχοι στηρίχτηκαν στο ποίημα «INSOMNIE» του Tristan Corbiere 


Σκόρπιοι στίχοι:

Χιόνι, σεντόνι τρυφερό
για του φιδιού τον ύπνο
χιόνι και πένθιμο σκυλί, βραχνός προφήτης
Και όμως το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος.
Κοιτάς απ’ το παράθυρο, καπνίζουν τα πηγάδια
χιόνι και ανάψαν τη φωτιά στο κάτω κόσμο...
                          [από τον ''Ήμερο ύπνο'', ποίημα του Χρήστου Μπράβου]

(κι ο Παπ/ντης στον ''Έρωτα στα χιόνια'':
"Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη.
Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου".
          ενώ η ζυράννα ζατέλη:
«Να του πεις πως η νιφάδα του χιονιού είναι τέλεια, μα ο άνθρωπος δεν είναι»
          κι ο γιάννης βαρβέρης:
"Χρόνια πολλά / λεν οι ζωντανοί
 Χιόνια πολλά / απαντούν οι πεθαμένοι" )


''Απόψε τη σελήνη δεν τη γελάει κανείς..
κι εγώ που δεν κοιμάμαι, εγώ που ξαγρυπνώ,
δεν ξέρω αν θα πεθάνω ή αν θα γεννηθώ..'' [απόψε]


 ''άστρο θαμπό του πρωινού, για χάρη σου αγρυπνούμε..'' [άστρο του πρωινού]


''μια νύχτα θα 'ρθει από μακριά, αέρας πεχλιβάνης, να μην μπορείς να κοιμηθείς,μόλις τον ανασάνεις'' [πεχλιβάνης]


''Σκοτάδι είναι, παγωνιά. Στα σπίτια όλοι κοιμούνται
μ' από τις γρίλιες όνειρα βγαίνουν και συναντιούνται. 
Την πόλη αφήνω πίσω μου ξάγρυπνος κι αναμμένος…
Πουλιά της νύχτας τραγουδάν για να με νανουρίσουν
και τη ψυχή που ανοίγεται στον ύπνο να κερδίσουν…'' [ομίχλη]


''Έρημα κορμιά, του χρόνου παιχνιδάκια
στον ύπνο σταυραϊτοί, στον ξύπνιο στρατιωτάκια..'' [έρημα κορμιά]


''Πίσω απ' την πόρτα ξεδιψούν με λάβδανο οι ψυχές μας,
τις αμαρτίες μια ζωή, τις τρέφουν οι πληγές.
Αλαφρογέρνοντας γλυκά, στου ύπνου το κοπίδι
μια ανάσα ξετυλίγεται, μες στα στενά μας χείλη..'' [η λάθος μοιρασιά]


''Παλιά, για κάθε ταξιδιώτη, υπήρχε σκιερό δεντρί,
όπου μπορούσε -όποιος κι αν ήταν- να ξεκουράσει το κορμί...
Όμως με του καιρού το διάβα οι οδοιπόροι χάθηκαν,
της καλοπέρασης κωθώνια γινήκαν και τρελάθηκαν.
Κι όσο γλυκύς ήταν ο ύπνος κάτω από τα φυλλώματα
τόσο σκληρό 'ναι το κρεβάτι για τα καημένα σώματα..'' [οδοιπόροι]


''Στης πικροδάφνης τον ανθό και στις ιτιάς το δάκρυ
που στάζει όλο παράπονο στης ποταμιάς την άκρη,
στου κόρφου σου τα βότανα και στην ποδιά σου πάνω
έγειρα να αποκοιμηθώ, τον πυρετό να γιάνω. 
Έκλεισα τα ματάκια μου κι είδα όνειρο μεγάλο,
πως σε μια αυλή, για χάρη σου, πάλευα με το χάρο..'' [του έρωτα και του θανάτου]



''Στα ίσα και στ' ανάποδα φωνές στον ύπνο μου άκουγα.
Αυτί μου πλανημένο στον Άδη κατεβαίνω.. [περσεφόνη]


''Όσοι φυλάνε κλειδαριές και τα κλειδιά γυρίζουν,
δεν έχουν φίλους καρδιακούς, δεν έχουν προκοπή.
Γυρνούν τα βράδια φλύαροι, απανωτά καπνίζουν
κι όταν στο στρώμα πέσουνε, βουλιάζουν στη σιωπή..'' [όσοι]


''Τα λόγια τα πικρά, τα τιποτένια,
τα πήρε ο ύπνος μου μακριά στα ξένα.
Αφήνω πίσω μου ζεστό κρεβάτι
και παίρνω της ζωής το μονοπάτι..'' [όλα τα πρωινά]


''ξύπνα καρδιά μου,ξύπνησε..'' [οι τρεις ανθοί]

''αυτό που μέσα μου ψάχνει κοιτάσματα...
που κοιμάται σαν γέρος και ξυπνά σαν παιδί..'' [αυτό]


''Κάτω από φύλλα κίτρινα κοιμούνται καπετάνιοι
 κι αυτό που χτες περίσσευε αύριο δε θα φτάνει..'' [μαγγανείες]


'' αν γυρέψουν οι καημοί..θα κοιμηθώ στον ύπνο σου..'' [τότε κι εγώ]